Από το πρώτο διάστημα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθετε μετ’ επιτάσεως στις παρεμβάσεις του τη σημασία της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας.

Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι τον Μάρτιο του 2022 στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, είχε αναπτύξει τις θέσεις του και είχε επισημάνει τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται για την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας.

Το είχε πράξει και νωρίτερα, απλά η πανδημία και η αντιμετώπισή της είχαν καλύψει τα πάντα, με τον Έλληνα πρωθυπουργό να έχει σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης, η δημιουργία του οποίου κράτησε τις χώρες τηςΕΕόρθιες.

Η ουσία είναι πως η ελληνική πλευρά δεν έχει σταματήσει να επισημαίνει την ανάγκη της ύπαρξης ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας. Μια ανάγκη που τώρα όχι απλά έρχεται να αναδειχθεί, αλλά να καταστεί απαιτητική.

Τα όσα έγιναν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Μονάχου με τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ και η στάση του Ντόναλντ Τραμπ στο θέμα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία επιβεβαιώσουν τις ελληνικές θέσεις αναφορικά με τον ρόλο της ΕΕ στις νέες γεωπολιτικές συνθήκες.

Η έκτακτη Σύνοδος των χωρών του σχήματος «Βαϊμάρη+» –Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Δανία και πιθανώς Ολλανδία–, που πραγματοποιείται σήμερα στο Παρίσι με πρωτοβουλία Μακρόν, δείχνει την ανησυχία που προκάλεσαν οι δηλώσεις Βανς.

Ερχεται με σημαντική καθυστέρηση, επικεντρώνεται σε ένα τρίγωνο χωρών που συνδέονται άμεσα με τις εξελίξεις, όπως με καθυστέρηση έρχεται και η παρέμβασή της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αναφορικά με την πρότασή της για τις αμυντικές δαπάνες και τη ρήτρα διαφυγής.

Η ΕΕ οφείλει να... ξυπνήσει και να δει εκ νέου –και με άλλο μάτι– την κοινή πρόταση Μητσοτάκη-Τουσκ για την κοινή αντιαεροπορική και αντιπυραυλική άμυνα. Θα ήταν μια καλή... αρχή.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»