Για την αβεβαιότητα και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η ελληνική ναυτιλία λόγω των επιθέσεων των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα και των ναρκών που έχουν τοποθετηθεί στη Μεσόγειο ως μέρος του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας γράφει ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και πρώην Ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για τη μετανάστευση και την εσωτερική ασφάλεια Δημήτρης Αβραμόπουλος σε άρθρο του στη «Ναυτεμπορική». 

Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος γράφει τα εξής: 

«Η ελληνική ναυτιλία βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με δύο σοβαρές και ταυτόχρονες απειλές: από τη μία, οι στοχευμένες επιθέσεις των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα· από την άλλη, η εμφάνιση θαλασσίων ναρκών στη Μεσόγειο, που πλήττουν ελληνικά πλοία λόγω της συνεχιζόμενης αντιπαράθεσης Ουκρανίας–Ρωσίας. 

Οι Χούθι, πλέον εξοπλισμένοι με εξελιγμένα οπλικά συστήματα, έχουν εξαπολύσει από τα τέλη του 2023 τουλάχιστον 70 επιθέσεις. Τέσσερα πλοία έχουν βυθιστεί και επτά ναυτικοί έχουν χάσει τη ζωή τους. 

Η κατάσταση έχει πάψει να είναι περιφερειακή· εξελίσσεται πλέον σε κρίση διεθνούς ναυτικής ασφάλειας, με διαρκή επέκταση και αύξηση της έντασης. Οι επιθέσεις δεν είναι τυχαίες. Είναι στοχευμένες, στρατηγικά σχεδιασμένες, με στόχο να διαταράξουν τις ροές του παγκόσμιου εμπορίου και να ενισχύσουν την πολιτική επιρροή όσων τις υποκινούν. 

Απέναντι στον αυξανόμενο κίνδυνο, πολλοί Έλληνες εφοπλιστές έχουν ήδη επιλέξει να αποκλείσουν την Ερυθρά Θάλασσα από τα ναυτιλιακά τους δρομολόγια. 

Ωστόσο, η απουσία συντονισμένης ευρωπαϊκής ή νατοϊκής αντίδρασης αφήνει το πεδίο ανοιχτό σε μονομερείς και ασύμμετρες ενέργειες. Το κενό στρατηγικής δημιουργεί περιβάλλον αβεβαιότητας, και αυτό λειτουργεί εις βάρος της ναυσιπλοΐας, των πληρωμάτων και της διεθνούς σταθερότητας. 

Την ίδια στιγμή, στη Μεσόγειο, έξι ελληνικά δεξαμενόπλοια έχουν υποστεί ζημιές από νάρκες με χρονοδιακόπτη, φερόμενες ως ουκρανικής προέλευσης, εξαιτίας της μεταφοράς (νόμιμου) ρωσικού φορτίου. 

Οι επιθέσεις αυτές στοχεύουν όχι τη σημαία του πλοίου, αλλά το περιεχόμενο του φορτίου. Η λογική είναι κυνική: όποιος εξυπηρετεί τον αντίπαλο, καθίσταται στόχος. 

Μια ενδεχόμενη έκρηξη σε δεξαμενόπλοιο που διασχίζει το Αιγαίο, μεταφέροντας εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου, θα μπορούσε να προκαλέσει αλυσιδωτές περιβαλλοντικές και γεωοικονομικές συνέπειες, πλήττοντας όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. 

Το ζήτημα δεν είναι μόνο τεχνικό ή επιχειρησιακό. Είναι βαθιά πολιτικό και θεσμικό. Η διεθνής αντίδραση οφείλει να είναι καθολική και βασισμένη σε αρχές. Η καταδίκη κάθε επίθεσης κατά εμπορικών πλοίων πρέπει να είναι ενιαία ανεξαρτήτως της ταυτότητας του δράστη. Δεν μπορούν να υπάρχουν «δύο μέτρα και δύο σταθμά» στην προστασία των ναυτικών και της ναυσιπλοΐας. Η ανθρώπινη ζωή δεν επιτρέπεται να μπαίνει σε γεωπολιτικό ζύγι. 

Η διεθνής κοινότητα -και ιδίως οι θεσμοί στους οποίους ανήκει η Ελλάδα οφείλουν να ενισχύσουν την παρουσία και τις επιχειρησιακές τους δυνατότητες. 

Το ΝΑΤΟ καλείται να αναλάβει ουσιαστικότερο ρόλο στην Ερυθρά Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο, με αποστολές αποτροπής, συνοδείας και επιτήρησης. 

Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να πάψει να περιορίζεται σε ρητορικές εκκλήσεις και να προχωρήσει σε συγκεκριμένα μέτρα προστασίας της ναυσιπλοΐας, της εφοδιαστικής αλυσίδας και του ευρωπαϊκού συμφέροντος. 

Σε εθνικό επίπεδο, χρειάζεται ενίσχυση της ναυτικής μας παρουσίας σε κρίσιμα θαλάσσια περάσματα. 

Το Πολεμικό Ναυτικό πρέπει να αποκτήσει τη δυνατότητα διαρκούς επιτήρησης και αποτροπής, με σαφές αποτύπωμα σε περιοχές αυξημένου κινδύνου. 

Παράλληλα, η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών μπορεί και πρέπει να αναβαθμίσει τον ρόλο της, με τη σύσταση μόνιμου επιτελικού οργάνου στρατηγικής ναυτιλιακής ασφάλειας: μια εξειδικευμένη ομάδα για συνεχή παρακολούθηση, ανάλυση και ενημέρωση σχετικά με τους αναδυόμενους κινδύνους. 

Η εποχή δεν απαιτεί μόνο θεσμική εκπροσώπηση, αλλά στρατηγική ετοιμότητα, προληπτική αντίδραση και ενιαίο μέτωπο τεκμηριωμένων θέσεων. 

Η ελληνική ναυτιλία δεν είναι απλώς οικονομική υπερδύναμη· είναι γεωπολιτικό κεφάλαιο και μοχλός εξωτερικής πολιτικής. 

Η παρούσα κρίση είναι και πρόκληση και ευκαιρία: να επαναπροσδιορίσουμε τη γεωστρατηγική μας ταυτότητα, όχι απλώς ως μεταφορείς, αλλά ως διασφαλιστές σταθερότητας και ασφάλειας. 

Η παρούσα κατάσταση δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Αντίθετα, απαιτεί πλήρη ενεργοποίηση σε τρία κρίσιμα επίπεδα: 

Πρώτον, σε εθνικό επίπεδο, η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει θεατής. Η ναυτιλιακή μας υπεροχή δεν είναι απλώς οικονομικό προνόμιο· είναι γεωστρατηγική ευθύνη. Η χώρα μας οφείλει να αναδείξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου θαλάσσιας ασφάλειας, με ουσιαστική στρατιωτική παρουσία, θεσμική πρωτοβουλία και διπλωματική επιρροή. Ο ρόλος του εγγυητή σταθερότητας και ελευθερίας στη ναυσιπλοΐα είναι δικός μας και δεν μεταβιβάζεται. 

Δεύτερον, σε διεθνές επίπεδο, η εικόνα είναι απογοητευτική. Η απουσία συντονισμένης αντίδρασης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ δημιουργεί κενό που καταλαμβάνεται από το χάος. Αν οι συμμαχίες μας δεν μπορούν να προστατεύσουν στοιχειώδη αγαθά όπως η ασφάλεια ναυτικών διαδρόμων τότε χάνεται σταδιακά και η αξιοπιστία τους. Η Ελλάδα οφείλει να απαιτήσει πράξεις, όχι δηλώσεις. Γιατί η σιωπή των συμμάχων είναι, στην πράξη, συνένοχη αδράνεια. 

Τρίτον, σε παγκόσμιο επίπεδο, η κρίση αποκαλύπτει μια νέα γεωοικονομική πραγματικότητα: τα εμπορικά πλοία δεν είναι πλέον ουδέτερα μέσα μεταφοράς, αλλά δυνητικοί στόχοι. Η στοχευμένη υπονόμευση της εφοδιαστικής αλυσίδας μετατρέπει τις θάλασσες σε ζώνες πολιτικής πίεσης. Η Ελλάδα, με τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο παγκοσμίως, δεν μπορεί να περιοριστεί σε ρόλο θεατή ή θύματος. Οφείλει να λειτουργήσει ως δύναμη διαμεσολάβησης, προβλεπτικότητας και προστασίας, όχι μόνο για τα συμφέροντά της, αλλά για την παγκόσμια σταθερότητα. 

Η θάλασσα δεν συγχωρεί εφησυχασμό. 

Και η ιστορία, όσο αυστηρά και αν κρίνει τις πράξεις, είναι αμείλικτη με τις παραλείψεις. 

Η ευθύνη είναι μπροστά μας. Το ερώτημα είναι αν θα την αναλάβουμε με τόλμη και σχέδιο ή αν θα παρακολουθούμε αδρανείς, μέχρι να είναι αργά».