Η χθεσινή συνάντηση των ΥΠΕΞ Ελλάδας και Τουρκίας δημιουργεί ένα συγκρατημένο κλίμα αισιοδοξίας: Οι «συμπλεγματικές» εξαρτήσεις που ενίοτε προεξοφλούν αδιέξοδα φαίνεται ότι έχουν παρέλθει, ή τουλάχιστον υπάρχει βούληση και από τις δύο πλευρές να τεθούν υπό έλεγχο. Αναμφίβολα οι «εκκρεμότητες» δεν μπορούν να διαρκούν στο διηνεκές, αλλά ούτε και πρέπει να «διευθετούνται» διά της εναπόθεσης κάτωθεν του τάπητος και διά της μεταφοράς στους επόμενους. Δεν συνιστούν εθνική στάση και δεν εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον η στασιμότητα και η απουσία διαλόγου, που σε βάθος χρόνου δημιουργούν τετελεσμένα.
Η χθεσινή συνάντηση αποτελεί το πρώτο βήμα για το δρόμο για τη Χάγη; Θα δούμε: σε καμία όμως περίπτωση η Ελλάδα δεν έχει λόγο να ανησυχεί. Οχι γιατί η απόσταση που χωρίζει τη Τουρκία από το Διεθνές Δικαστήριο είναι μεγαλύτερη από αυτήν της Ελλάδας, αλλά μέχρι να φθάσει εκεί η Τουρκία πρέπει να αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του. Κάτι που σημαίνει ότι θα αναγνωρίσει ότι τα νησιά έχουν τη δική τους υφαλοκρηπίδα, επιπλέον θα αποδεχθεί αποφάσεις που θα απορρέουν από την ερμηνεία της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Συνεπώς η προσφυγή στη Χάγη υπηρετεί το εθνικό συμφέρον και στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα εθνικής αυτοπεποίθησης προς πάσα κατεύθυνση. Αλλωστε η Ελλάδα –και αυτή η κυβέρνηση– αναγνωρίζει ως μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ: Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι μόνο αυτό χρήζει ερμηνείας γιατί δεν καλύπτεται από τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου. Η Ελλάδα, ανεξάρτητα από την αντίδραση της Τουρκίας, δεν μπορεί να πορεύεται με παρωπίδες.