Στις 5 Μαΐου 2010, τρεις εργαζόμενοι βρήκαν φρικτό θάνατο μέσα στο υποκατάστημα της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου. Η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, έγκυος στον τέταρτο μήνα, ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης και η Παρασκευή Ζούλια κάηκαν ζωντανοί, εγκλωβισμένοι σε ένα φλεγόμενο κτίριο που έγινε στόχος «επαναστατικής οργής». Ένα έγκλημα χωρίς πρόσωπο, χωρίς τιμωρία. Ένα έγκλημα που η ελληνική κοινωνία θυμάται κάθε χρόνο, αλλά δεν τόλμησε ποτέ να κοιτάξει κατάματα.
Η τραγωδία της Μαρφίν δεν ήταν «παράπλευρη απώλεια» διαδηλώσεων. Ήταν δολοφονία. Έγινε από οργανωμένη ομάδα που έδρασε συντεταγμένα, με στόχο και μεθοδολογία. Η επίθεση έγινε εν ψυχρώ, την ώρα που ήξεραν ότι μέσα βρίσκονταν εργαζόμενοι. Αλλά παρ’ όλα αυτά, 15 χρόνια μετά, οι φυσικοί αυτουργοί παραμένουν ασύλληπτοι. Όχι γιατί δεν υπήρξαν ενδείξεις. Αλλά γιατί δεν υπήρξε βούληση.
Η ελληνική πολιτεία, το δικαστικό σύστημα, τα κόμματα, ιδιαίτερα της Αριστεράς, αλλά και μεγάλα τμήματα του Τύπου, επιδόθηκαν σε έναν ομαδικό αποπροσανατολισμό: να μετατρέψουν ένα οργανωμένο έγκλημα σε «τραγική σύμπτωση».
Τα φώτα στράφηκαν σχεδόν αποκλειστικά στην ευθύνη της τράπεζας – που πράγματι υπήρξε – αλλά όχι στους φονιάδες. Καμία πολιτική δύναμη της Αριστεράς δεν απαίτησε ποτέ να βρεθούν οι δράστες. Καμία πορεία δεν έγινε στη μνήμη των θυμάτων. Αντίθετα, για χρόνια η Αριστερά αντιμετώπιζε κάθε αναφορά στη Μαρφίν σχεδόν ως προβοκάτσια.
Το έγκλημα της Μαρφίν δεν είναι απλώς ατιμώρητο. Είναι αποδεκτό. Η ανοχή στη βία που ασκείται «από τα αριστερά» έχει γίνει κανονικότητα στην Ελλάδα. Η φωτιά της Μαρφίν έγινε καπνός πάνω από τα κεφάλια πολιτικών και διανοουμένων που δεν τόλμησαν να πουν το αυτονόητο: πως δεν υπάρχει καμία ιδεολογική νομιμοποίηση στη δολοφονία. Όταν η βία καλύπτεται με πολιτικά προσχήματα, δεν απειλεί μόνο τα θύματά της. Διαβρώνει το ίδιο το κράτος δικαίου. Και το κάνει αργά, ύπουλα, με τον μανδύα της «αντίστασης».
Σήμερα, 15 χρόνια μετά, δεν χρωστάμε μόνο τιμή στη μνήμη των θυμάτων. Χρωστάμε και την αλήθεια. Ότι η Μαρφίν δεν ήταν μια «μαύρη στιγμή» αλλά ένα αποκορύφωμα μιας διαχρονικής ασυλίας που απολάμβανε – και συχνά απολαμβάνει – η πολιτική βία από την Αριστερά. Και όσο αυτή η ασυλία συνεχίζεται, το έγκλημα της Μαρφίν δεν θα έχει κλείσει. Θα παραμένει μια πληγή. Ανοιχτή, ντροπιαστική και απειλητική.