Την προσοχή της στις εξελίξεις στη Δαμασκό εστιάζει η Αθήνα, με το βλέμμα της στραμμένο και στην Αγκυρα. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών χαιρέτισε την εκδίωξη του καθεστώτος Ασαντ, αλλά δεν καλωσόρισε τη νέα κατάσταση πραγμάτων στη Συρία. Διότι μπορεί, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ενωση, η πτώση «του εγκληματικού καθεστώτος Ασαντ να σηματοδοτεί μια ιστορική στιγμή για τον συριακό λαό», αλλά η νέα τάξη πραγμάτων στην αραβική χώρα, υπό την ηγεσία της ισλαμιστικής οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), μοιάζει αβέβαιη και πιθανώς να αποδειχθεί χειρότερη από την προγενέστερη. Ταυτόχρονα, η παρουσία αρκετών δρώντων (ΗΠΑ, Ρωσία, Ιράν, Τουρκία, Κούρδοι κ.λπ.) με στρατιωτική ισχύ στο συριακό έδαφος καθιστά πιο σύνθετη την εξίσωση.
H Συρία έχει πληθυσμό 23.865.423 ανθρώπων και βασική ανησυχία της Αθήνας είναι το ενδεχόμενο αύξησης των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Αυτό διαφάνηκε και από την ανακοίνωση του ΥΠΕΞ, το οποίο σημείωσε ότι «η επιστροφή στη δημοκρατική ομαλότητα θα πρέπει να σημάνει το τέλος των προσφυγικών ροών από την πολύπαθη χώρα και να ανοίξει τον δρόμο για την ασφαλή επιστροφή των Σύρων προσφύγων στις εστίες τους». Το 2015 έφτασαν στην Ελλάδα 856.723 πρόσφυγες. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τη Συρία (57%), το Αφγανιστάν (24%) και το Ιράκ (9%).
Προκειμένου να έχει καλύτερη και ίδια εικόνα των εξελίξεων, το υπουργείο Εξωτερικών αποφάσισε, παρά τις πληροφορίες ότι εποικείτο αποχώρηση του Ελληνα πρέσβη, Νικόλα Πρωτονοτάριου και δύο ακόμα υπαλλήλων, να διατηρήσει ανοιχτή την ελληνική πρεσβεία στη Δαμασκό, προκειμένου να υπάρχει επικοινωνία με την ελληνική κοινότητα και να συγκεντρώνει πιθανά αιτήματα μετεγκατάστασης.
Στο πλαίσιο αυτό, χθες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον πατριάρχη Αντιοχείας Ιωάννη Ι’, με τον πρωθυπουργό να υπογραμμίζει τη στήριξη της Ελλάδας στο πατριαρχείο, επαναλαμβάνοντας την ετοιμότητα και τη βούληση της χώρας μας να συνδράμει όπου χρειαστεί.
Από την πλευρά του, ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, είχε συνομιλίες με τους ομολόγους του από τον Λίβανο και την Ιορδανία και συμφώνησαν στην ενίσχυση της αλληλεπίδρασης των κυβερνήσεων στο Συριακό. Στη συζήτησή του με τον Ιορδανό ΥΠΕΞ, ο κ. Γεραπετρίτης τόνισε την ανάγκη «να καταβληθούν προσπάθειες για την προστασία όλων των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών κοινοτήτων και των μνημείων».
Τα παιχνίδια της Άγκυρας
Ομως τι γίνεται με τον ρόλο της Αγκυρας; Αυτό ρωτήθηκε στη χθεσινή ενημέρωση των πολιτικών συντακτών ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης. «Πατάμε γερά στα πόδια μας. Δεν ετεροκαθορίζουμε τις σχέσεις με τα υπόλοιπα κράτη με βάση τη στάση γειτονικών μας κρατών», τόνισε ο κ. Μαρινάκης. Αυτή είναι η μία ανάγνωση.
Η έτερη ανάγνωση σχετίζεται με τη συναλλακτική διπλωματία που ασκεί διαχρονικά η Αγκυρα (transactional diplomacy), με χαρακτηριστικότερο την εμπλοκή της στον λιβυκό εμφύλιο. Η Τουρκία στήριξε το διεφθαρμένο καθεστώς Σάρατζ και σε χρόνο που η ίδια θεώρησε κατάλληλο εμφάνισε το εκτός λογικής και νομικής αποκαλούμενο ως «τουρκολιβυκό μνημόνιο» προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντά της. Δεν είναι γνωστό πώς θα επιχειρήσει να κεφαλαιοποιήσει τον ρόλο και τον λόγο που έχει στα συριακά πράγματα, ωστόσο σύμφωνα με διπλωματικούς αξιωματούχους, κεντρικό ζητούμενο για την Τουρκία είναι η αποφυγή δημιουργίας κουρδικού κράτους.
Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται πως η Τουρκία επιχείρησε να ανακατέψει τη Συρία στο ζήτημα του ψευδοκράτους. Από το 2007 έως το 2011 λειτούργησε ακτοπλοϊκή σύνδεση μεταξύ της Λαττάκειας και της κατεχόμενης Αμμοχώστου, ενώ στο πλαίσιο αυτό Συρία και ψευδοκράτος κατάργησαν τη βίζα. Η σύνδεση διακόπηκε οριστικά το 2012 όταν ο Ερντογάν ζήτησε την ανατροπή του Ασαντ.
Τον Απρίλιο του 2020, η Συρία έστειλε επιστολή στον ΟΗΕ εναντίον του «τουρκολιβυκού μνημονίου», ενώ το τελευταίο διάστημα φημολογούνταν μια επιχειρούμενη επαναπροσέγγιση μεταξύ Δαμασκού και Αγκυρας. Τελικά, ο Ταγίπ Ερντογάν συνέβαλε τα μέγιστα ώστε ο Ασαντ να αντιληφθεί ότι η αφέλεια είναι επικίνδυνος σύμβουλος στη διεθνή πολιτική.
Λίγες μέρες πριν την πτώση του καθεστώτος Ασαντ κυκλοφόρησαν σενάρια περί πιθανής επιστροφής από την Τουρκία των κατεχόμενων συριακών εδαφών. Η αντίδραση του Τούρκου πολιτικού αναλυτή, Σελίμ Κορού, είναι ενδεικτική: «Η Τουρκία έχει περίπου τόσο σεβασμό για τη συριακή κυριαρχία, όσο έχουν οι Ρώσοι για την ουκρανική κυριαρχία (ή ίσως οι ΗΠΑ για τη μεξικανική κυριαρχία). Ο Ερντογάν δεν εγκαταλείπει ποτέ έδαφος. Κρατάει τα κεκτημένα του, συσσωρεύει δυνάμεις, περιμένει την κατάλληλη στιγμή και στη συνέχεια επεκτείνεται».