Η δομή και λειτουργία του Υπερταμείου, βρέθηκαν στο επίκεντρο αντιπαράθεσης μεταξύ του υφυπουργού Οικονομικών Απόστολου Βεσυρόπουλου και των βουλευτών του ΚΙΝΑΛ που είχαν καταθέσει επίκαιρη επερώτηση, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι συνεχίζει την ίδια καταστροφική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, διατηρώντας την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας αλλά και τις επαχθείς δεσμεύσεις έναντι των δανειστών της χώρας.
«Στόχος της σημερινής κυβέρνησης της ΝΔ ήταν και είναι η ορθολογική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας προς όφελος της ελληνικής κοινωνίας και των Ελλήνων πολιτών. Να βελτιωθεί η λειτουργία του Υπερταμείου προς όφελος του εθνικού συμφέροντος. Να έχει η πολιτεία ενεργό συμμετοχή και εποπτεία σε τομείς που άπτονται της λειτουργίας του, όπως είναι οι πολιτικές διακυβέρνησης των δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, που υπάγονται στο Υπερταμείο».
Αυτό υπογράμμισε ο υφυπουργός Οικονομικών, απαντώντας στους επερωτώντες βουλευτές του ΚΙΝΑΛ οι οποίοι κάλεσαν τη κυβέρνηση να προχωρήσει σε επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης ώστε να αλλάξει τις ταπεινωτικές και καταστροφικές συνέπειες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που υποθήκευσε για 99 χρόνια τη δημόσια περιουσία της χώρας, όπως είπαν.
«Η κυβέρνηση της ΝΔ κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση, μέσα σε στενά περιθώρια αντίδρασης και αλλαγών, αποτέλεσμα μιας συμφωνίας που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε και με την οποία δέσμευσε τη δημόσια περιουσία και τη χώρα για 99 χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι η επιλογή μας είναι να αρκεστούμε στο ρόλο του θεατή. Αντιθέτως, ο στόχος μας είναι να αξιοποιηθεί η δημόσια περιουσία με όρους δημοσίου συμφέροντος αλλά και να παραχθεί υπεραξία μέσα από την αξιοποίηση που θα έχει πολλαπλά οφέλη για την ελληνική οικονομία», επεσήμανε ο κ. Βεσυρόπουλος.
Παράλληλα, ο υφυπουργός Οικονομικών, υπογράμμισε ότι «πραγματοποιείται έλεγχος για τον εντοπισμό και ταυτοποίηση των δέκα χιλιάδων εκατόν δέκα εννέα ακινήτων που ανήκαν στο ελληνικό δημόσιο και μεταβιβάστηκαν στην ΕΤΑΔ το 2018, με απόφαση του τότε υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου».
«Από τα εννέα χιλιάδες εκατόν εβδομήντα έξι ακίνητα που έχουν ταυτοποιηθεί μέχρι αυτή τη στιγμή, οι οκτώ χιλιάδες τρακόσια τριάντα εννέα ΚΑΕΚ, δηλαδή το 82,40% του συνόλου, εμπίπτουν στις εξαιρέσεις μεταβίβασης. Είναι δηλαδή, αρχαιολογικοί χώροι, αιγιαλοί, περιοχές ΝΑΤΟΥΡΑ αλλά και άλλες κατηγορίες που εξαιρούνται. Συνεπώς μόνο το 1/9 θα μεταβιβαστεί στην ΕΤΑΔ», τόνισε ο κ. Βεσυρόπουλος, καταλογίζοντας στη προηγούμενη διοίκηση «πρόχειρη και επιπόλαιη επιλογή».
«Τώρα είναι η ώρα, η κυβέρνηση να προχωρήσει στην επαναδιαπραγμάτευση των δυσμενέστατων όρων και προϋποθέσεων που υπέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ ώστε το Υπερταμείο να μετατραπεί από Ταμείο εκποίησης σε Ταμείο αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας», τόνισε ο πρώτος επερωτών βουλευτής του ΚΙΝΑΛ Κώστας Σκανδαλίδης.
Ταυτόχρονα, επανέφερε τη πρόταση νόμου του κόμματός του που προβλέπει «μέτρα οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής δικαιοσύνης, και ανάκτηση από το ελληνικό κράτος, του ελέγχου της δημόσιας περιουσίας προς όφελος της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι υπόλοιποι επερωτώντες βουλευτές του ΚΙΝΑΛ.
Ο Μιχάλης Κατρίνης και ο Γιώργος Αρβανιτίδης, επεσήμαναν ότι είναι ανάγκη να γίνει επαναδιαπραγμάτευση ώστε να υπάρξει μια νέα αρχή και το Υπερταμείο να μετατραπεί σε Υπερ-εργαλείο για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΙΝΑΛ Ανδρέας Λοβέρδος, υποστήριξε ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί ως «Δούρειο Ίππο» το Υπερταμείο προκειμένου να εκποιήσει προσοδοφόρες δημόσιες επιχειρήσεις χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η μελλοντική τους δυνατότητα και οι νέες κερδοφόρες προοπτικές τους.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδης Τσακαλώτος, αντέτεινε ότι η κυβέρνησή του κατάφερε μέσα από σκληρές διαπραγματεύσεις, να μπει ο όρος ότι το Υπερταμείο μπορεί να αξιοποιήσει τη δημόσια περιουσία και με άλλα μέσα όχι μόνο με ιδιωτικοποιήσεις.
Παράλληλα, τόνισε την ανάγκη, «να γίνει μια σοβαρή συζήτηση, πάνω στα δεδομένα που υπάρχουν, με ποιους μηχανισμούς και πώς το Υπερταμείο μπορεί να αλλάξει τη λειτουργία του ώστε να μετατραπεί σε εργαλείο παραγωγικής ανασυγκρότησης και εθνικού σχεδιασμού».