Μέρα με τη μέρα επιβεβαιώνεται ότι το ΠΑΣΟΚ θα λειτουργήσει ως «πράσινος» ΣΥΡΙΖΑ. Οτι επενδύει στην καταστροφολογία, κυρίως όμως στον λαϊκισμό που –εκτός απο το όχι σε όλα– έχει στόχο την εργαλειοποίηση της ακρίβειας και των προβλημάτων στην καθημερινότητα που αυτή δημιουργεί. Οπως επενδύει και σε έωλες υποσχέσεις που οδηγούν και στις αναφορές από την πλευρά της κυβέρνησης για το λεφτόδεντρο της Χαριλάου Τρικούπη. 

Ο καταγγελτικός λόγος είναι πάντα η εύκολη λύση. Ειδικά για τις περιπτώσεις που απουσιάζουν προτάσεις και εναλλακτικές λύσεις. Οι ακοστολόγητες προτάσεις νόμου που χαϊδεύουν αυτιά παραπέμπουν στο όχι τόσο μακρινό παρελθόν. Τότε που τα προγράμματα Θεσσαλονίκης έφταναν να κάνουν λόγο ακόμη και για… σεισάχθεια για να καταρρεύσουν μέσα από «κωλοτούμπες» που ονομάστηκαν «αυταπάτες». 

Δυστυχώς, όταν οι κρίσεις κάνουν αισθητή την παρουσία τους με απανωτές «εμφανίσεις» παγκοσμίου βεληνεκούς, οι λύσεις δεν είναι εύκολες. Απαιτούν σχέδιο και συγκεκριμένο πρόγραμμα, ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα που έπρεπε, μεταξύ άλλων, να βγει και από το τούνελ των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης. Να προηγηθεί η ανάταξη και να δημιουργηθούν οι συνθήκες ανάπτυξης. 

Με αυτόν τον οδικό χάρτη κινήθηκε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη που σήμερα προχωρά σε νέες μειώσεις φόρων και σε παρεμβάσεις που συνδυαστικά οδηγούν σε αύξηση του εισοδήματος των πολιτών και σε στήριξη της μεσαίας τάξης. 

Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο περιλαμβάνει 12 μειώσεις φόρων και 12 αυξήσεις αποδοχών, περιορίζοντας παράλληλα ακόμη περισσότερο τη φοροδιαφυγή ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες αύξησης των εσόδων χωρίς αλλαγές στα νέα φορολογικά δεδομένα. Μειώσεις φόρων και αυξήσεις αποδοχών που έρχονται να προστεθούν σε όλα όσα έγιναν την πρώτη τετραετία. 

Η διαφορά είναι πως οι αυξήσεις αποδοχών και οι μειώσεις φόρων είναι μόνιμα μέτρα. Δεν θ’ αλλάξουν με τη σταδιακή αντιμετώπιση του μείζονος και πρώτης προτεραιότητας για την κυβέρνηση ζητήματος της ακρίβειας. 

Και δεν είναι μόνο αυτά. Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και η παράλληλα αύξηση των εσόδων δίνει και άλλες δυνατότητες που συνδυάζονται με το ύψος του επιβαλλόμενου ΦΠΑ και τη μείωσή του είτε οριζόντια είτε με τη μεταφορά βασικών προϊόντων στον αμέσως μικρότερο συντελεστή…

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»