Πόσοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν λόγιοι στη σημερινή εποχή; Ομολογουμένως, όχι πολλοί. Πόσοι κατάφεραν να καταστήσουν τις επιφυλλίδες τους στον Τύπο και δη επί μακρόν ως σημαία αναφοράς και προβληματισμού για τα τεκταινόμενα; Ομολογουμένως, όχι πολλοί. Ο Χρήστος Γιανναράς διάβηκε Συμπληγάδες. Στο Πάντειο, βρέθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στο στόχαστρο της ΠΑΣΟΚικής και της κομμουνιστικής αριστεράς. Το χειρίστηκε, αν και βαλλόταν επί μακρόν ως «δεξιός» (έτσι τον αποκάλεσαν, νομίζοντας ίσως ότι θα τον εκθέσουν), σε μια εποχή που η «πρόοδος» βυσσοδομούσε στα πανεπιστήμια, προσπαθώντας να τα μετατρέψει σε άπαρτα κάστρα της. Η ενασχόληση του Χρήστου Γιανναρά με την ελληνορθόδοξη παράδοση ενοχλούσε τους έχοντες «στενούς» ορίζοντες την εποχή εκείνη. Αλλά αυτό ήταν κάτι που εκείνος υπερέβη. Διότι πάντα στο τέλος της ημέρας, το φως επικρατεί έναντι του σκότους και της μισαλλοδοξίας.

Ο Χρήστος Γιανναράς δεν φοβήθηκε να αμφισβητήσει τα –απλουστευτικά και ίσως και ισοπεδωτικά– αφηγήματα που υιοθετήθηκαν από κάποιους για να διευκολύνουν ερμηνευτικές και αναλυτικές προσεγγίσεις. Ηταν μάλιστα σαφής: «Οι Νεοέλληνες δεν ήξεραν πώς να ορίσουν την ελληνικότητά τους… Το δυσεπίλυτο πρόβλημα ορισμού της ελληνικότητας διαιωνίζεται στο νεοελληνικό κρατίδιο ως σήμερα. Υπάρχουν πάντα κάποιοι "προοδευτικοί" διανοούμενοι που θεωρούν υποτιμητική κάθε επιμειξία του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό και αμφισβητούν πεισματικά την ελληνικότητα της "Βυζαντινής" Αυτοκρατορίας… Δεν είναι δυνατό να προσεγγίσουμε τη σχέση του Ελληνισμού με τη Δύση στα νεότερα χρόνια χωρίς να διατυπώσουμε καταρχήν μια πρόταση εξόδου από την πελώρια αυτή σύγχυση-πρόταση κάποιου ορισμού της ελληνικότητας. Η πρόταση είναι να δούμε την Ελλάδα όχι καταρχήν ως τόπο, αλλά καταρχήν ως τρόπο του βίου. Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς το γεγονός ότι ο Ελληνισμός απέκτησε γεωγραφικά σύνορα για πρώτη φορά στον 19ο αιώνα – μόλις πριν από εκατόν εξήντα χρόνια. Και ότι αυτά τα σύνορα –του συμβατικού ελλαδικού κρατιδίου που προέκυψε από την επανάσταση ενάντια στους Τούρκους– άφηναν απ’ έξω τα τρία τέταρτα των ελληνόφωνων πληθυσμών της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».

Στο στόχαστρο

Κατηγορήθηκε για «ελιτισμό», ενώ ο λόγος του για τη σύγχρονη Ελλάδα θεωρήθηκε από κάποιους «απαξιωτικός», καθώς αναφέρθηκε κατά καιρούς στην «κοινωνική ψυχοπαθολογία» της συμπεριφοράς πολλών στην πατρίδα μας. Ομως, ο σπουδαίος λόγιός μας δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να επισημάνει γενικότερα την πολιτισμική διάσταση των προβλημάτων της εποχής μας και να σκύψει πάνω από τις διαφορές της παράδοσής μας από εκείνη της Δυτικής Ευρώπης. Διότι, από τη διαχρονική αλλοίωση και εγκατάλειψη βασικών στοιχείων του πολιτισμού μας προέρχονται πολλά από τα βάσανά μας. Λογικό ήταν κάποιοι στο καθηγητικό κατεστημένο να ενοχληθούν. Οταν ο Χρήστος Γιανναράς έλεγε πως «αποφασιστική ήταν η συνάντηση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό, η εκπληκτική αμοιβαία ετοιμότητα γι’ αυτήν τη συνάντηση», ορισμένοι πάθαιναν «αναφυλαξία». Ούτως ή άλλως, ενοχλούνταν και ενοχλούνται από την αμφισβήτηση της όποιας «αυθεντίας» τους. Ο ίδιος ο Χρήστος Γιανναράς είπε κάποτε ότι «η "ενθάρρυνση" της τιμιότητας στη σπουδή της Ιστορίας είναι μάλλον ουτοπικό σύνδρομο αφέλειας».

Ηταν αναμφισβήτητα σαφής ο Ελληνας λόγιος στο πλαίσιο κριτικής αναφοράς του στον υλισμό (τον οποίο χαρακτήριζε «μηδενιστική ιδεολογία») όταν έγραψε στην εφημερίδα «Καθημερινή» το 2019 ότι «αγαπώ την πατρίδα, σημαίνει: Χαίρομαι την κοινωνία των σχέσεων, τη συμμετοχή στα κοινά, τη δημιουργική συνύπαρξη και το παρελθόν της (Ιστορία), τις κοινές επιδιώξεις. Αγαπώ, γι’ αυτό συντηρώ, την κοινή μας γλώσσα, την κοινή ιστορική συνείδηση, τη σοφία που μας ‘‘παραδόθηκε’’ ένσαρκη σε θεσμούς, έθιμα, δοκιμασμένες μέσα στους αιώνες πρακτικές, τη μεταφυσική ελπίδα που νοηματοδοτεί τον θάνατο». Αυτά ενδεχομένως ακούγονται πολύ «δύσκολα» σε ορισμένους οι οποίοι είναι «μπολιασμένοι» με την επικίνδυνη για τον πολιτισμό μας λογική της «αφύπνισης» (wokeness). Αλλά αντικατοπτρίζουν μια κριτική προσέγγιση απέναντι σε μια μηδενιστική και ελευθεριακή κουλτούρα που μας έφερε κατά καιρούς ενώπιον μεγάλων αδιεξόδων.

«Απλόχερο δωρητή γνώσης» αποκάλεσε τον Χρήστο Γιανναρά ο Φώτης Παπαθανασίου. «Στις διαρκείς αναζητήσεις μου για την σύγχρονη ελληνική ταυτότητα, για τον προσδιορισμό των εννοιών Ανατολή και Δύση, για τη συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους, για τις διαφορές και ομοιότητές μας με τους καθολικούς και προτεστάντες, ο Γιανναράς δέσποζε στη δημόσια συζήτηση», έγραψε ο Αγγελος Συρίγος. Αναμφίβολα, ο Χρήστος Γιανναράς, ο λόγιος που μίλησε για την «κοινωνική προτεραιότητα της φιλοπατρίας», την υστεροφημία την κατέκτησε.