Το φαινόμενο της βίας στα γήπεδα είναι ασφαλώς διαχρονικό και, δυστυχώς, επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που βιώνουμε τα τελευταία 24ωρα με τον σοβαρό τραυματισμό του αστυνομικού στον Πειραιά. Πολλές ωστόσο είναι και οι θεωρίες που αναπτύσσονται κάθε φορά για τις αιτίες του φαινομένου. Αλήθειες και ψέματα μπλέκονται μεταξύ τους και κάθε φορά ξεκινά μια τέτοιου είδους αναζήτηση και ανάλυση, όπου πραγματικά χάνεται η... μπάλα.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Μια μεγάλη και πικρή αλήθεια πάντως είναι ότι στην Ελλάδα δυστυχώς λείπει η αθλητική παιδεία. Και όταν η ποιότητα της παρεχόμενης παιδείας γενικότερα πάσχει, τότε το κακό δεν αργεί να γίνει. Πολύ περισσότερο όταν μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβριο του 2008 στην Αθήνα έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο τα Εξάρχεια να έχουν μεταφερθεί στα... γήπεδα. Ανεξάρτητα μάλιστα από το χρώμα της εξέδρας και αν αυτή είναι κόκκινη, κίτρινη, πράσινη ή ασπρόμαυρη και ανεξάρτητα από το αν αυτό αφορά την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη ή ακόμη και άλλες πόλεις στην επαρχία.

Ηταν εκείνη η εποχή και όσα ακολούθησαν αργότερα με τις πάνω και κάτω πλατείες και τους «αγανακτισμένους» που μετέτρεψαν τα γήπεδα σε πεδίο εκτόνωσης της έντασης. Που μετέτρεψαν τα γήπεδα σε πεδίο οργανωμένων συγκρούσεων ομάδων περιθωριακών ατόμων –που συχνά δεν είναι καν οπαδοί– με την Αστυνομία. Το σφάλμα ωστόσο ήταν πως ουδέποτε αντιμετωπίστηκε το ζήτημα αυτό με τη δέουσα σοβαρότητα, αλλά κάθε φορά που υπήρχαν συγκρούσεις ή ακόμη και αιματηρά περιστατικά όλοι μιλούσαν και συνεχίζουν να μιλούν για τη «βία στα γήπεδα» και τους οργανωμένους οπαδούς.

Ακόμη και η ίδια η πολιτική ηγεσία και οι αρμόδιες αρχές εθελοτυφλούν και αδυνατούν να αποδεχθούν αυτήν την πραγματικότητα: ότι τα γήπεδα μετατρέπονται, ανεξάρτητα από οργανωμένους οπαδούς, σε πεδίο συγκρούσεων και εκτόνωσης της έντασης που υπάρχει στην κοινωνία για διάφορους λόγους: από την οικονομική κρίση έως το μεταναστευτικό...

Χωρίς αιτία και αφορμή

Και όμως, ο επιστημονικός ορισμός του χουλιγκανισμού περιλαμβάνει τις συγκεκριμένες περιγραφές. Διότι σύμφωνα με αυτόν χούλιγκαν είναι όσοι προκαλούν καταστροφές δίχως αφορμή, από έλλειψη παιδείας ή όσοι μεταφέρουν εκτός έδρας εσωτερικές διαφορές και εθνικές αντιπαλότητες, οι οπαδοί από χώρες με υψηλά ποσοστά ανεργίας, αλκοολισμού κ.λπ. ή οι κάτοικοι φτωχών χωρών που βλέπουν τα επεισόδια στα γήπεδα ως μια φυσική προέκταση ενός σημαντικού ποδοσφαιρικού αγώνα και τη φυσική προσφορά τους στον αγώνα των ποδοσφαιριστών της ομάδας που υποστηρίζουν.

Ολα αυτά ασφαλώς διαπλέκονται με τα γενικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νεότερες γενιές ως προς την κοινωνικοποίησή τους και προς τούτο δεν θα πρέπει να χαρακτηριστεί τυχαίο το γεγονός ότι αδιαφορούν κατά βάση για τις πολιτικές εξελίξεις και εχθρεύονται τα κόμματα ή τη συμμετοχή τους στις εκλογές και την πολιτική γενικότερα. Θα μπορούσε δηλαδή να υποστηρίξει κάποιος ότι τα περιστατικά βίας στα γήπεδα έχουν, δυστυχώς, καταλήξει ως ένας τρόπος έκφρασης για μια ομάδα ατόμων κυρίως νεαρής ηλικίας, η οποία ξεκίνησε ως περιθωριακή και για διάφορους λόγους που έχουν σχέση με την οικονομική, κοινωνική και ηθική κρίση που βιώσαμε την προηγούμενη δεκαετία στρατολογεί όλο και περισσότερα «στελέχη».

Η ομολογία του 18χρονου δράστη της επίθεσης στον αστυνομικό στα πρόσφατα επεισόδια στον Πειραιά είναι ενδεικτική, αφού φέρεται να είπε στην κατάθεσή του πως «μας είπαν ότι θα κάνουμε επίθεση στους αστυνομικούς». Το κρίσιμο ερώτημα συνεπώς είναι να μάθουμε ποιοι είναι αυτοί που το είπαν και το ζήτησαν από τον 18χρονο και τους ομοϊδεάτες του – εφόσον ασφαλώς ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί.

Το θέμα συνεπώς δεν είναι ποδοσφαιρικό ούτε αθλητικό. Είναι καθαρά κοινωνικό και οι ευθύνες βαρύνουν και την ίδια την κοινωνία. Και ίσως το πρώτο βήμα που πρέπει να γίνει είναι να ενισχυθεί ο ρόλος της παιδείας. Οχι μόνο στο σχολείο, αλλά πρώτα απ’ όλα στο ίδιο μας το σπίτι και την οικογένεια, διότι από εκεί ξεκινούν όλα. Πολύ περισσότερο, ο σεβασμός για την ανθρώπινη ζωή και την ξένη ιδιοκτησία – στοιχεία τα οποία αγνοούν όσοι καταστρέφουν σήμερα ή ακόμη και σκοτώνουν με περισσή ευκολία.