Αυτές τις μέρες νομίζω όλοι ρωτηθήκαμε από το Facebook(ή/και το Instagram) αν προτιμάμε ένα, επί πληρωμή, adfree περιβάλλον ή αν θα συνεχίσουμε όπως στο παρελθόν, δηλαδή με την εμφάνιση διαφημίσεων σχετικών με το σκρολάρισμά μας. Το αντίτιμο δεν είναι ευκαταφρόνητο, περίπου 10 ευρώ το μήνα – ποσό αντίστοιχο δηλαδή με τη μηνιαία συνδρομή πλατφόρμας για ταινίες, για μουσική ή για το Microsoft Office.
Η ερώτηση αυτή, που μας έφερε όλους προ των ευθυνών μας, μου θύμισε κάτι που είχα ακούσει σε ένα συνέδριο πολύ πριν ο GDPR αλλάξει την καθημερινότητά μας: ότι η προστασία των προσωπικών μας δεδομένων μοιάζει με τα βιολογικά προϊόντα. Κοστίζει ακριβά. Τότε, θυμάμαι, είχα ενοχληθεί: Πώς είναι δυνατόν να κοστολογείται η προστασία ενός ατομικού δικαιώματος; Να που όμως τώρα αυτό συμβαίνει σε καθέναν από εμάς.
Χρόνια τώρα συζητάμε ότι οι online πλατφόρμες, που μας παρέχονται δωρεάν και δεν πωλούν με εμφανή τρόπο τίποτα, στην ουσία διαθέτουν ένα προϊόν, τους χρήστες τους. Χρόνια τώρα λέμε ότι το κόστος λειτουργίας μιας κατά τα άλλα δωρεάν υπηρεσίας πληρώνεται έμμεσα, από τη διαφήμιση. Και ότι για να είναι αποτελεσματικότερη από π.χ. την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, στηρίζεται στο ατομικό προφίλ καθενός μας.Τώρα όλα αυτά έχουν την ευκαιρία να δοκιμαστούν στην πράξη. Η πλατφόρμα μάς ρωτά και καθένας μας υποχρεώνεται να απαντήσει.
Η συζήτηση βέβαια μπορεί να είναι (και θα είναι) εκτεταμένη: Είναι κοστοστρεφής η απαίτηση του Facebook; Τι γίνεται με τα προφίλ που έχουν ήδη δημιουργηθεί; Τι θα συμβεί στο μέλλον, δηλαδήτι εγγυήσεις έχουμε ότι οι όροι της δωρεάν ή της επί πληρωμή χρήσης δεν θα (ξανα)ανατραπούν; Σε κάθε όμως περίπτωση, τώρα καθένας μας καλείται να επιλέξει. Οτιδήποτε και να αποφασίσουμε, ένα πράγμα είναι σίγουρο: Κανείς πλέον δεν θα μπορεί να επικαλεστεί από δω και πέρα άγνοια για το τι ακριβώς επεξεργασίες συμβαίνουν στις online social πλατφόρμες.