Η πρόσφατη παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από τη βουλευτική έδρα του προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και ποικίλα σχόλια στο πολιτικό σκηνικό. Το γεγονός δεν αποτελεί απλώς μια προσωπική επιλογή. Αντίθετα, λειτούργησε ως μια θεατρικά φορτισμένη κίνηση με έντονο πολιτικό και επικοινωνιακό φορτίο. Ωστόσο, πίσω από τη φαινομενική γενναιότητα και τη ρητορική περί «παραίτησης από αξιώματα», αποκαλύπτεται μια κίνηση που για πολλούς πρώην συντρόφους του δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από μια ακόμα πράξη τζάμπα μαγκιάς.

Ο πρώην πρωθυπουργός μπορεί να αποχώρησε από τη Βουλή, ωστόσο δεν απεμπόλησε τα προνόμια που απολαμβάνει ως πρώην κάτοχος του ύπατου αξιώματος της χώρας. Εξακολουθεί να δικαιούται υπηρεσιακό αυτοκίνητο, συνοδεία ασφαλείας, προνομιακή μεταχείριση στις μετακινήσεις του, ακόμη και ειδική σύνταξη. Εδώ προκύπτει εύλογα το ερώτημα: πόσο ουσιαστική είναι μια τέτοια αποχώρηση, όταν δεν συνοδεύεται από παραίτηση από τα προνόμια που προέρχονται ακριβώς από την εξουσία που (υποτίθεται ότι) αποκηρύσσει;

Η στάση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις ακόμη και μέσα στους κόλπους του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Παλιοί σύντροφοι και σημερινοί πολιτικοί του αντίπαλοι εντός του χώρου σχολίασαν αρνητικά την απόφασή του. Όχι μόνο για την προφανή αντίφαση μεταξύ λόγων και έργων, αλλά και γιατί η κίνησή του θεωρήθηκε από πολλούς ως μια προσπάθεια να κρατήσει τον πολιτικό έλεγχο «απ’ έξω» – χωρίς το βάρος της κοινοβουλευτικής παρουσίας αλλά με τη «λάμψη» του πρώην ηγέτη.

Επιπλέον, η αποχώρησή του από τη Βουλή έρχεται σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα βρίσκεται σε κατάσταση εσωτερικής κρίσης, με διαρκείς φυγόκεντρες τάσεις, έλλειψη ενιαίας στρατηγικής και μια ηγεσία που αμφισβητείται τόσο από μερίδα της βάσης όσο και από τα στελέχη. Αντί να λειτουργήσει ως πυλώνας σταθερότητας ή ως πολιτικός καθοδηγητής σε αυτή τη δύσκολη φάση, ο Α. Τσίπρας επιλέγει να αποχωρήσει από την πρώτη γραμμή, κάτι που για αρκετούς συνιστά εγκατάλειψη και όχι θυσία.

Οι ίδιοι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύονται να κατανοήσουν το νόημα της κίνησης. Ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε το πρόσωπο που ταυτίστηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο με την πορεία του κόμματος την τελευταία δεκαετία. Η απόφασή του να αποσυρθεί από το κοινοβουλευτικό έργο, διατηρώντας παράλληλα τον τίτλο και τα προνόμια του πρώην πρωθυπουργού, δημιουργεί απορία και απογοήτευση σε μια περίοδο που η κοινωνική ανασφάλεια και η δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα κυριαρχούν. Ευλόγως, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από πολλούς ως «επικοινωνιακό πυροτέχνημα». Μια προσπάθεια να επανατοποθετηθεί πολιτικά, διατηρώντας την επιρροή του χωρίς να εκτεθεί στον καθημερινό κοινοβουλευτικό έλεγχο και στην κριτική. «Αν πραγματικά ήθελε να δώσει το παράδειγμα της πλήρους αποχώρησης από την εξουσία, θα μπορούσε να αποποιηθεί όλα τα προνόμια που συνοδεύουν τον θεσμικό του ρόλο», έλεγαν πολιτικοί παράγοντες που συμπορεύτηκαν κατά το παρελθόν μαζί του και σήμερα παραμένουν στην Κουμουνδούρου. Αντίθετα, επέλεξε να κρατήσει αυτά που βολεύουν και να απομακρυνθεί από εκείνα που ενέχουν κόστος, κόπο και κίνδυνο.

Η στάση αυτή αναδεικνύει ένα βαθύτερο πρόβλημα στην ελληνική πολιτική κουλτούρα: την αντίληψη ότι η πολιτική είναι μέσο ατομικής ανάδειξης και όχι προσφοράς. Ο συμβολισμός μιας παραίτησης χάνει την αξία του όταν δεν συνοδεύεται από συνέπεια και προσωπικό κόστος. Ο πολίτης δεν πείθεται από βερμπαλισμούς και δραματικές ανακοινώσεις – θέλει πράξεις, θυσίες και ειλικρίνεια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, βρίσκεται ενώπιον μιας ιστορικής πρόκλησης. Η εποχή της εξουσίας έχει περάσει και τώρα καλείται να ανασυγκροτηθεί, να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του και να εμπνεύσει ξανά. Σε αυτή τη διαδικασία, η κίνηση του Αλέξη Τσίπρα δεν βοηθά – αντίθετα, επιτείνει τη σύγχυση και την κρίση νομιμοποίησης που ήδη βιώνει το κόμμα.

Ο διασπαστής

Το πολιτικό θερμόμετρο έχει χτυπήσει κόκκινο στην πολύπαθη Κουμουνδούρου, καθώς η κίνηση Τσίπρα να επιστρέψει στο προσκήνιο με νέα πολιτική πρωτοβουλία έχει προκαλέσει εσωκομματική θύελλα και έντονο εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Οι φήμες για ίδρυση νέου κόμματος και η συγκρότηση «παρατάξεων» εντός και εκτός του κόμματος έχουν ανοίξει παλιές πληγές και έχουν δημιουργήσει νέες ρωγμές.

Ο πρώην πρωθυπουργός, ποντάροντας στο πολιτικό κεφάλαιό του, συγκεντρώνει γύρω του γνώριμα πρόσωπα από το παρελθόν: Ακούγεται ότι θα είναι μαζί του ο Κωσταντίνος Γαβρόγλου, ο Αριστείδης Μπαλτάς, ο Αλέκος Φλαμπουράρης, ο Δημήτρης Λιάκος, ο Γιώργος Χουλιαράκης, ο Θανάσης Καρτερός και ο καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης, με συμμετοχές και συμβολισμούς που παραπέμπουν σε μια «παλιά φρουρά» που επιστρέφει. Αντί για νέο αίμα, πολλοί βλέπουν μια επανάληψη δοκιμασμένων (και αποτυχημένων, για κάποιους) συνταγών. Το οργανωτικό κομμάτι επωμίζεται ο Γιώργος Βασιλειάδης.

Παράλληλα, σύμφωνα με δημοσιεύματα και πολιτικές διαρροές, «συζητούν» για πιθανή μετακίνηση προς το νέο εγχείρημα στελέχη όπως οι Κατερίνα Νοτοπούλου, Κώστας Μπάρκας, Βασίλης Κόκκαλης, Μαρίνα Κοντοτόλη, Συμεών Κεδίκογλου, Γιώργος Καραμέρος, Πόπη Τσαπανίδου, Χρήστος Γιαννούλης και Αλέξανδρος Μεϊκόπουλος. Οι αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ είναι έντονες, με μέλη να κατηγορούν –στο παρασκήνιο– τον Τσίπρα ως διασπαστή, αποδομώντας το αφήγημά του περί ενότητας και ανανέωσης.

Το τοπίο μοιάζει με πολεμική ζώνη: εσωκομματικά μαχαιρώματα, δηλητηριώδη υπονοούμενα, αποχωρήσεις και κρυφές συναντήσεις. Το ενδεχόμενο διάσπασης δεν είναι απλώς υπαρκτό, αλλά μοιάζει με δρομολογημένη εξέλιξη.

Το ζητούμενο πλέον είναι αν ο Αλέξης Τσίπρας θα καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια εντός του ΣΥΡΙΖΑ και στην κοινωνία ή αν θα βρεθεί τελικά πολιτικά απομονωμένος, κρατώντας στα χέρια του ένα νέο κόμμα-σκιά του παρελθόντος. Το βέβαιο είναι ότι το πολιτικό σκηνικό στην Κεντροαριστερά εισέρχεται σε περίοδο έντονων ανακατατάξεων.