Μετά την εκλογή Τραμπ, οι σχέσεις Ισραήλ και ΗΠΑ γίνονται περισσότερο ισχυρές, καθώς ο Ισραηλινός πρωθυμπουργός, Μπενιαμίν Νετανιάχου, δήλωσε ότι έχει συνομιλήσει ήδη τρεις φορές με τον νέο Αμερικανό πρόεδρο. Οι συνομιλίες επικεντρώνονταν στην ενίσχυση της συμμαχίας μεταξύ των δύο χωρών και ιδίως για την αντιμετώπιση της απειλής του Ιράν.

«Ηταν πολύ καλές και πολύ σημαντικές συνομιλίες. Συμφωνούμε απολύτως με κάθε πτυχή της ιρανικής απειλής και του κινδύνου που αυτή συνιστά. Βλέπουμε επίσης τις μεγάλες ευκαιρίες ενώπιον του Ισραήλ στον τομέα της ειρήνης και επέκτασής της και σε άλλους τομείς», ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο Νετανιάχου.

Παράλληλα, από την ισραηλινή πλευρά, το γραφείο του προέδρου της χώρας ανακοίνωσε ότι ο πρόεδρος Ισαάκ Χέρτσογκ θα έχει συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του, Τζο Μπάιντεν, στον Λευκό Οίκο την Τρίτη για να συζητήσουν για τις κρίσεις στη Γάζα και στον Λίβανο.

Η προτίμηση Νετανιάχου στον Τραμπ

Τι είναι όμως αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο την Ισραηλινή κυβέρνηση από τον Τραμπ; Το Ισραήλ πιστεύει ότι η νίκη του Τραμπ θα σημάνει μια πιο «σκληρή» εποπτική θέση των ΗΠΑ για το Ιράν και περισσότερη ελευθερία για το Ισραήλ να επεκτείνει τους οικισμούς στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη.

Ωστόσο υπάρχουν ανησυχίες ότι οι ΗΠΑ μπορεί να αυξήσουν την πίεση τις τελευταίες ημέρες της κυβέρνησης Μπάιντεν, δήλωσαν δύο Ισραηλινοί αξιωματούχοι στο NBC News. Ο ένας αξιωματούχος τόνισε ότι ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος ήταν μεταξύ των πρώτων παγκόσμιων ηγετών που συνεχάρησαν τον Τραμπ, μπορεί να επιδιώξει να τερματιστεί ο πόλεμος στη Γάζα νωρίς στη θητεία του Τραμπ, ως ένας τρόπος να προσφέρει στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ μια «γρήγορη διπλωματική νίκη».

Οι αξιωματούχοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι πρέπει ακόμη να αντιμετωπίσουν την απερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν για τους επόμενους δύο μήνες. Ανησυχούν, μάλιστα, ιδιαίτερα ότι οι ΗΠΑ θα διακόψουν ή θα περιορίσουν τη στρατιωτική υποστήριξη αν το Ισραήλ δεν τηρήσει την αμερικανική προθεσμία για την αύξηση της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Γάζα ως τα μέσα Νοεμβρίου, όπως απείλησαν τον περασμένο μήνα ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και ο υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν.