Μπορεί οι πολίτες να θέλησαν να στείλουν ένα μήνυμα προς την κυβέρνηση ή να μην έδωσαν σημασία στο πραγματικό διακύβευμα των ευρωεκλογών, εν τούτοις το συμπέρασμα που προκύπτει από το αποτέλεσμα της κάλπης και από τη μεγάλη αποχή είναι συγκεκριμένο και σημαντικό: οι πολίτες γυρνούν την πλάτη στον λαϊκισμό. Γυρνούν (και πάλι) την πλάτη στην ακραία τοξικότητα και την καταστροφολογία. Και αυτό το μήνυμα αφορά το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Ο πρωθυπουργός επέλεξε να κινηθεί την προεκλογική περίοδο προτάσσοντας τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη. Τον ρόλο της χώρας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, έχοντας απέναντί του μια αντιπολίτευση που επέλεξε να ακολουθήσει τον δρόμο της καταστροφολογίας αλλά και αυτόν του λαϊκισμού μέσα από ακραίες ρητορικές. Ουδείς γνωρίζει τι ακριβώς προτείνουν για την Ευρωπαϊκή Ενωση της επόμενης πενταετίας. Επαιξαν στο τερέν της εσωτερικής αντιπαλότητας πιάνοντας ουσιαστικά τη σκυτάλη από εκεί που την άφησαν την προεκλογική περίοδο του 2023.
Η αντιπολίτευση μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα. Αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Δεν έπεισε τους πολίτες παρά μόνο τους ένθερμους οπαδούς των κομμάτων, ειδικά αυτών που δηλώνουν κόμματα εξουσίας. Ακόμη και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, όπου ο αρχηγός του απευθύνθηκε σε ένα απολιτίκ κοινό, σε σχέση με τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του 2019 η διαφορά είναι σημαντική. Αλλά και σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2023 δεν κατέστη εφικτός ο στόχος να υπερβεί το ποσοστό που έλαβε με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα.
Από όποια πλευρά και να δει κανείς το αποτέλεσμα, με δεδομένη τη μεγάλη αποχή που καταγράφηκε την Κυριακή στις κάλπες, η ουσία παραμένει ίδια: οι πολίτες δεν θέλουν άλλη τοξικότητα. Η πτώση των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας, ακόμη και αν επιχειρηθεί η σύγκριση με τις εθνικές εκλογές του 2023, δεν είχε αντίκρισμα στα κόμματα αυτά. Στον ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή και στο ΠΑΣΟΚ, που θέλησαν να συγκρίνουν τα ποσοστά που λαμβάνουν στις ευρωεκλογές με αυτά των εθνικών εκλογών, έστω και αν αυτό δεν έχει λογική βάση.
Κανένα από τα δύο αυτά κόμματα δεν εισέπραξε το παραμικρό από τα ποσοστά που έχασε η Νέα Δημοκρατία. Ούτε καν σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2019. Ακριβώς αυτό το σημείο είναι που επιτρέπει να βγει το συμπέρασμα, δηλαδή ότι ο λαϊκισμός δεν έπεισε μια ακόμη φορά από το 2019 και μετά. Οτι οι πολίτες δεν θέλουν να ακούν τις κραυγές που προσπαθούν να πείσουν ότι όλα είναι μαύρα, χωρίς όμως να προσφέρουν μια εναλλακτική λύση.
Οι πολίτες δεν θέλουν να ακούν... Κασσάνδρες. Δεν θέλουν να ακούν για καταστροφές και για ζητήματα που δεν αφορούν την καθημερινότητά τους και κυρίως το μέλλον των ίδιων και των παιδιών τους. Η πενταετία 2015-2019 είναι μια πληγή που δεν έχει κλείσει. Η νίκη τότε του λαϊκισμού οδήγησε σε προβλήματα και κατέρριψε τις αυταπάτες. Κυρίως κατέρριψε το ψέμα, την υποκρισία και τις ψεύτικες υποσχέσεις.
Η προεκλογική περίοδος αυτών των ευρωεκλογών και η στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης θα πρέπει να γραφτεί με μαύρα γράμματα στην ιστορία της χώρας. Και αυτό φάνηκε από το γεγονός πως οι πολίτες επέλεξαν την αποχή, στην πλειοψηφία τους, αντί να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στα κόμματα της αντιπολίτευσης που καταγράφονται ως κόμματα εξουσίας –διεκδικούν δηλαδή να αναλάβουν μετά από εθνικές εκλογές τη διακυβέρνηση της χώρας– με τρόπο θα έλεγε κανείς εκκωφαντικό.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν έστειλαν μήνυμα στη Νέα Δημοκρατία. Οτι δεν ζητούν από την κυβέρνηση να προωθήσει αλλαγές, να επιταχύνει τις τομές αλλά και να ακούσει την κοινωνία ώστε να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή με μέτρα και παρεμβάσεις. Υπάρχουν και τα μηνύματα που έχουν μια ιδεολογική βάση. Υπάρχουν και αυτά με οικονομική βάση. Δεν υπήρξε, όμως, ψήφος διαμαρτυρίας. Δεν υπήρξε αρνητική ψήφος, παρά μόνο αυτή που δύναται να καταγραφεί στα δεξιά της κυβερνώσας παράταξη. Δηλαδή, οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας απέφυγαν να δώσουν... αέρα στα κόμματα που θέλησαν να θέσουν θέμα απώλειας της δεδηλωμένης.
Στο πλαίσιο αυτό η νίκη της Νέας Δημοκρατίας και σε αυτήν την εκλογική διαδικασία είναι αδιαμφισβήτητη. Η πρωτιά της δεν αμφισβητείται. Οπως δεν αμφισβητείται και η διαφορά που, σημειωτέον, παραμένει μεγάλη. Σε επίπεδο μάλιστα ευρωεκλογών είναι ίσως η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κόμματος στη χώρα μας. Η ανατροπή που ζητούσε ο Στέφανος Κασσελάκης δεν ήρθε. Στην πρώτη θέση, με διαφορά, βρίσκεται η κυβερνώσα παράταξη με πρόεδρο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, που για μία ακόμη φορά δείχνει να είναι ο κυρίαρχος του πολιτικού σκηνικού.
Και όχι μόνο αυτό... Οι ευρωεκλογές κατέδειξαν ότι στην πολιτική σκηνή παραμένει το λεγόμενο ενάμισι κόμμα, αφού κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν δύναται να χαρακτηριστεί, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, κόμμα που δύναται να αναλάβει την εξουσία. Από εκεί και πέρα είναι στα χέρια του πρωθυπουργού να προχωρήσει σε εκείνες τις κινήσεις που θα δώσουν την αίσθηση πως το μήνυμα έχει ληφθεί. Σε κάθε περίπτωση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποδείξει ότι και τα μηνύματα λαμβάνει και τα λάθη αναγνωρίζει και διορθώνει όταν αυτά καταγράφονται με βάση τα δεδομένα και όχι το θυμικό...
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».