Την εβδομάδα που μας πέρασε ψηφίστηκαν τα μέτρα της μεγαλύτερης φορολογικής μεταρρύθμισης μέσω της οποίας ενισχύεται το εισόδημα και προσφέρεται στήριξη σε τέσσερα εκατομμύρια πολίτες, ενώ την ίδια στιγμή αναδείχθηκε ο γεωστρατηγικός ρόλος της χώρας στην ευρύτερη περιοχή μέσα από τις συμφωνίες για την ενέργεια.
Στη Βουλή υπερψηφίστηκαν τα μέτρα ύψους 1,76 δισ. ευρώ που από το 2026 θα οδηγήσουν σε αυξήσεις στο εισόδημα μέσω του μεγαλύτερου πακέτου μειώσεων φόρων. Και δεν υπερψηφίστηκαν από την κυβερνητική πλειοψηφία μόνο. Η πλειονότητα των άρθρων υπερψηφίστηκε από 200 έως 250 βουλευτές, κάτι που σημαίνει ότι τα ψήφισαν και όσοι κατηγορούσαν τον πρωθυπουργό για όσα είχε εξαγγείλει στη ΔΕΘ και πλέον έχουν την έγκριση και του Κοινοβουλίου.
Σε ό,τι αφορά τα όσα έγιναν την Πέμπτη και την Παρασκευή στην Αθήνα, παρουσία τριών υπουργών των ΗΠΑ, 25 υπουργών από χώρες εντός και εκτός Ευρώπης και πάνω από 300 αξιωματούχους, είναι σαφές ότι αναδεικνύεται ο ρόλος της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα ξεκινούν ερευνητικές γεωτρήσεις για την αξιοποίηση πιθανών κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Κάτι που συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι η κυβέρνηση της ΝΔ το 2020 προχώρησε και στην ΑΟΖ με την Ιταλία, για όσους δεν το θυμούνται.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πέραν του κυρίαρχου ρόλου στην ενέργεια που αναλαμβάνει η χώρα και της επένδυσης στην… ασφάλεια που αυτή δημιουργεί ως συνθήκη, εφόσον πιστοποιηθούν τα πιθανά κοιτάσματα φυσικού αερίου, αυτό θα οδηγήσει στην κάλυψη των αναγκών της χώρας για πολλά χρόνια με τον πρωθυπουργό να δηλώνει στην κυριακάτικη ανάρτησή του ότι όλα αυτά γίνονται «χωρίς να σταματούν τον σχεδιασμό για την πράσινη μετάβαση» και να υπογραμμίζει πως «η Ελλάδα παραμένει πρωτοπόρος στις ΑΠΕ, με εκθετική αύξηση φωτοβολταϊκών και αιολικών επενδύσεων».
Κι όμως η αντιπολίτευση δεν βρήκε τίποτα θετικό. Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ χαιρέτησε τις συμφωνίες υποστηρίζοντας πως είναι δικό του… έργο και ότι η κυβέρνηση καθυστέρησε να προχωρήσει στην υλοποίησή τους σημειώνοντας πως ο πρωθυπουργός «παρουσιάζει τα αυτονόητα ως καινοτομίες, ανακαλύπτοντας αρχές ενεργειακής πολιτικής που αγνοούσε».
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του εμφανίσθηκε ακόμη και ν΄ ανησυχεί για τις εξελίξεις με τα ενεργειακά, ενώ και τα υπόλοιπα κόμματα κινήθηκαν σε μια ανάλογη λογική και τακτική.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης επιλέγουν μια τακτική που, πέραν της καταστροφολογίας, αναδεικνύει μια λογική μιζέριας ακόμη και για θέματα σημαντικά. Διότι και η ενίσχυση των εισοδημάτων και η δημιουργία των συνθηκών που, πέραν της ενεργειακής ασφάλειας, θα οδηγήσουν και σε νέες θέσεις εργασίας είναι κάτι που οι πολίτες το βλέπουν και είναι κάτι που θα κρίνουν στο τέλος της κυβερνητικής θητείας όταν θα κληθούν να επιλέξουν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα στην καθημερινότητα και ότι όλα είναι (ή θα γίνουν) ρόδινα από τη μια ημέρα στην άλλη. Απλά είναι διαφορετικό να βλέπεις μια κυβέρνηση να ξεδιπλώνει ένα σχέδιο με αρχή, μέση και στόχο ολοκλήρωσης και άλλο να ακούς έναν συνεχή καταγγελτικό και καταστροφολογικό λόγο που επί της ουσίας αναζητεί την αρνητική ψήφο μέσα από διαδικασίες διαμόρφωσης κλίματος οργής και αγανάκτησης.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»