Ολοταχώς προς την καταστροφή οδεύει το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη, καθώς σύμφωνα με πολλά στελέχη, που ξέρουν να διαβάζουν τα δημοσκοπικά ευρήματα, ο δρόμος προς τη συρρίκνωση είναι «χωρίς επιστροφή».
Γι’ αυτό και μετά από κάθε μέτρηση αναρωτιούνται όπως ο βοσκός: «Με τον ήλιο τα μπάζω, με τον ήλιο τα βγάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;».
Είναι, όντως, παράδοξο και πρωτοφανές στη μεταπολίτευση, το δεύτερο κόμμα να μην έχει απειλήσει, ούτε μία φορά, δημοσκοπικά την σταθερά πρώτη ΝΔ, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη λαίλαπα Κασσελάκη, βολοδέρνει σε μονοψήφια ποσοστά.
Μέσα σ’ αυτήν την υποτίθεται ευνοϊκή για το ΠΑΣΟΚ συγκυρία το κόμμα θα έπρεπε να έχει σταματήσει να αγκομαχάει μεταξύ 13%-15% και να πλησιάζει έστω στο 20%. Αντ’ αυτού, δημοσκοπική στασιμότητα και πτώση.
Τι φταίει;
Η πρώτη απάντηση είναι απλή: το ΠΑΣΟΚ δεν έχει ταυτότητα, δεν έχει προτάσεις και δεν έχει απαντήσεις. Ομως, το πρόβλημα έχει βαθύτερες αιτίες, με πρώτη και σημαντικότερη τον «διμέτωπο» που έχει κηρύξει ο Ν. Ανδρουλάκης απέναντι στην κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη και απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, με ή χωρίς Τσίπρα μέσα. Πρόκειται για ακατανόητη τακτική.
Δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ έχει παγιδευτεί στη θεωρία των «κεντρώων» ψηφοφόρων. Ομως, αυτό το «κυνήγι» έχει όρια και δεν θα του δώσει την απαιτούμενη εκτίναξη, που θα το κάνει ικανό αντίπαλο της ΝΔ, η οποία είναι πολύ πιθανό να ανακτήσει τις (όποιες) απώλειες από την «κεντρώα» πλευρά της. Αυτή η κατηγορία των ψηφοφόρων στο τέλος θα προτιμήσει τη «σταθερότητα», την οποία μόνο ο Κ. Μητσοτάκης μπορεί να προσφέρει και όχι τις νεφελώδεις και τοξικές διακηρύξεις του ΠΑΣΟΚ για κάποια «νίκη», που δεν φαίνεται στον ορίζοντα, η οποία θα φέρει μια άγνωστη μορφής κυβέρνηση.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο κομμάτι εκείνων που ψήφισαν την Αννα Διαμαντοπούλου για αρχηγό του κόμματος είναι γνωστό ότι επιθυμεί συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και δεν ακούει καλά το «καμιά συνεργασία με τον Μητσοτάκη» του Ν. Ανδρουλάκη, ο οποίος έβαλε… αυτογκόλ μετατρέποντας το κόμμα σε «ουρά» της Ζωής Κωνσταντοπούλου.
Τρίτον, αυτό που δεν μπορούν να καταλάβουν ή δεν θέλουν να κάνουν στο ΠΑΣΟΚ είναι να απευθυνθούν στις μεγάλες μάζες των κάποτε δικών τους ψηφοφόρων, που το 2015 έδωσαν δύο φορές τη νίκη στον ΣΥΡΙΖΑ και το 2019 τον κράτησαν στο 32% και σήμερα δηλώνουν εκλογικά άστεγες. Αυτοί είναι ίσως εκείνοι οι ψηφοφόροι που κρατάνε το κλειδί των εξελίξεων, καθώς ενώ εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να μην εμπιστεύονται το ΠΑΣΟΚ, αφού το βλέπουν να πατάει σε δύο βάρκες.
Βασικότερο όλων όμως είναι το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ δυσκολεύεται να εμφανίσει ρεαλιστικό σχέδιο διακυβέρνησης, που να βρίσκεται στον αντίποδα της «καταστροφικής και αποτυχημένης» κυβέρνησης. Κι ενώ επίσημα η Χαριλάου Τρικούπη εμμένει να προβάλλει την υποτιθέμενη θεσμικότητά της, επιδιώκοντας να έλξει τους κεντρώους ψηφοφόρους, ο κ. Ανδρουλάκης φαίνεται να πείστηκε ότι καλύτερο είναι να αθροίσει τις δυνάμεις από τα αριστερά.
Ομως τα στοιχεία δείχνουν ότι το αίτημα περί πολιτικής αλλαγής δεν είναι πλειοψηφικό και με την εγωκεντρική συμπεριφορά του, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ οδηγεί το κόμμα του από λάθος σε λάθος. Μάλιστα φτάνει στο σημείο να υποχρεώνει τα στελέχη που δεν συμφωνούν μαζί του να προβαίνουν σε εκ των υστέρων δηλώσεις νομιμοφροσύνης.
Ολα αυτά ταυτίζουν τελικά το ΠΑΣΟΚ με το μέτωπο του λαϊκισμού που τροφοδοτεί τα άκρα, προσφέροντάς τους επιχειρήματα τοξικότητας και ψήφους. Και, παραφράζοντας τον Κικέρωνα, ο κ. Ανδρουλάκης δεν αγωνίζεται για να ξεπεράσει σε καλή φήμη τον αντίπαλό του, αλλά να κατεβάσει τον αντίπαλό του στα μάτια του κόσμου, κάτω από τη δική του θέση. Μετατρέποντας στο τέλος τη Δημοκρατία σε οχλοκρατία.