Από την ημέρα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, τμήμα των ΜΜΕ στη χώρα μας έσπευσε να υιοθετήσει, εν μέρει ή και καθολικά, στοιχεία της ρωσικής προπαγάνδας. Πρόκειται κατά βάση για ΜΜΕ ταγμένα στις ιδεοληψίες της Αριστεράς –κυρίως των άκρων και των αριστεριζουσών τάσεων–, αλλά και της ακροδεξιάς ρητορικής (βλέπε Ελληνική Λύση) για τους… καλούς Ρώσους και την κακή Δύση.

Αυτή η τακτική ευνοήθηκε και από την ιδιαιτερότητα της ρωσοουκρανικής διένεξης και την ελλειμματική ενημέρωση. Δεν υπήρξε ποτέ σαφής εικόνα από τα πολεμικά μέτωπα, όπως συνέβη στους πολέμους του Κόλπου και της Γιουγκοσλαβίας, με τη ζωντανή κάλυψη των βομβαρδισμών, τα «εντυπωσιακά» πλάνα των πληγμάτων από τα αεροσκάφη τεχνολογίας στελθ και τα νατοϊκά πολεμικά πλοία, την εκτόξευση των πυραύλων και το πλήγμα των στόχων.

Σε αυτό το ιδιαίτερο, ελεγχόμενο περιβάλλον πληροφόρησης, το Κρεμλίνο είχε το προνόμιο να παίξει με όρους κυριαρχίας στον… πόλεμο στα διεθνή ΜΜΕ και στα παγκόσμια κοινωνικά δίκτυα. Οι μάχες μεταξύ των διαύλων προπαγάνδας, πληροφόρησης και παραπληροφόρησης είναι σκοτεινές και εντείνονται την τελευταία περίοδο που άναψε το πράσινο φως για τις τελικές διαπραγματεύσεις και τον επικείμενο τερματισμό του τριετούς πολέμου.

Ελληνικά δίκτυα ενημέρωσης, που «καθοδηγούνται» από φιλορωσικές κομματικές, επιχειρηματικές, εκκλησιαστικές ή δημοσιογραφικές ελίτ, ενώ εμμέσως το πράττουν και μερικοί αρθρογράφοι-νοσταλγοί της Σοβιετικής Ενωσης ή φανατικοί στον αντιαμερικανισμό τους.

Η δράση των φιλορωσικών ΜΜΕ στην Ελλάδα –εμφανών και συγκαλυμμένων– βρέθηκε στο στόχαστρο της οργανωμένης εκστρατείας κυβερνοασφάλειας και αντίδρασης στα διάφορα δίκτυα πληροφόρησης με ρωσική επιρροή, που έχει ξεκινήσει η Δύση.

Πώς θωρακίζεται η ΕΕ απέναντι στη ρωσική προπαγάνδα

Η Ευρώπη έχει στη διάθεσή της έναν λεπτομερή κατάλογο, στον οποίο συγκαταλέγονται πάσης φύσεως ΜΜΕ, η επιρροή των οποίων θα πρέπει να ελεγχθεί και να περιοριστεί. Κατά κύριο λόγο πρόκειται για «λούμπεν» δίκτυα ενημέρωσης, τα οποία μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί ότι λειτουργούν παραβιάζοντας κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αλλά και διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Ωστόσο, παρά την άνομη λειτουργία τους σημειώνουν μετρήσιμη –της τάξης του 20%– επίδραση στους πολίτες.

Τον Απρίλιο του 2024 το Συμβούλιο της ΕΕ ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να απαγορεύσει τις ραδιοτηλεοπτικές δραστηριότητες τεσσάρων συνδεδεμένων με τη Ρωσία μέσων μαζικής ενημέρωσης «που διαδίδουν και υποστηρίζουν τη ρωσική προπαγάνδα και τον επιθετικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας: Voice of Europe, RIA Novosti, «Izvestia» και «Rossiyskaya Gazeta».

Τον Μάρτιο του 2025 η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, κατήγγειλε την Ελλάδα για δήθεν περιφρόνηση των διεθνών υποχρεώσεών της, με αφορμή τη μη ανανέωση της διαπίστευσης του ανταποκριτή του κρατικού ρωσικού πρακτορείου ειδήσεων Ria Novosti στην Αθήνα, Γκενάντι Μέλνικ, κίνηση η οποία εντασσόταν στο πλαίσιο των αποφάσεων της ΕΕ.

Στο ίδιο πλαίσιο περιφρούρησης της ενημέρωσης από την κυριαρχία της ρωσικής προπαγάνδας και σε απόλυτο συντονισμό με τα ευρωπαϊκά όργανα, το 2022 η Ελλάδα απέκλεισε επίσης την πρόσβαση στο δίκτυο Russia Today, συμπεριλαμβανομένων των RIA Novosti, Sputnik και RT.

Την ίδια περίοδο η έγκριτη γερμανική εφημερίδα «SZ» εντόπισε στο διαδίκτυο μια σειρά από πλαστά βίντεο με τον δικό της λογότυπο, σε ιστότοπους που μοιάζουν με τον δικό της και έχουν παρόμοια διεύθυνση – sueddeutsche.me, αντί για sueddeutsche.de. Στο σχετικό ρεπορτάζ γίνεται λόγος για μια εκστρατεία παραπληροφόρησης στο πλαίσιο της οποίας «άγνωστα πρόσωπα απομιμούνται κύρια ΜΜΕ της Γερμανίας εδώ και εβδομάδες».

Παρόμοια βίντεο στο διαδίκτυο κυκλοφόρησαν και με τον λογότυπο άλλων σημαντικών ΜΜΕ της Γερμανίας, μεταξύ των οποίων το «Spiegel», το T-Online, η «Bild», η «Welt» και η «Frankfurter Allgemeine Zeitung». Η υπόθεση αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών και από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του συντάγματος της Γερμανίας.