O αμυντικός μηχανισμός της «προβολής» αναφέρεται στην τάση για απόδοση των προσωπικών ανεπαρκειών, λαθών, κακοτυχιών και αρνητικών συναισθημάτων στους άλλους, έτσι ώστε να προστατεύεται ένα ανώριμο και αναπαρτίωτο «Εγώ» από τη διαλυτική επίδραση της αυτοκριτικής, την ίδια στιγμή που η ετερομομφικότητα, δηλαδή η διατύπωση κατηγοριών και η απόδοση ευθυνών για προσωπικές αποτυχίες ή κακοδαιμονίες στους άλλους, είναι συχνότερη σε εκείνους που βιώνουν αρνητικά συναισθήματα και είναι ανίκανοι να ρυθμίσουν τις συναισθηματικές τους αντιδράσεις.
Ισως μέσα από αυτό το ερμηνευτικό πρίσμα να πρέπει να δούμε το νέο συμβολικό πλαίσιο που εισάγει στον πολιτικό λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη συντριπτική ήττα του στις εκλογές της 21ης Μαΐου, αποδίδοντάς την σε έναν «λαό που φταίει», με μια δύσαρθρη κομματική γραμμή να μπλέκει, κακότεχνα, θραύσματα από τις θεωρίες της «δημόσιας» και της «ενάντιας επιλογής» (Φουκουγιάμα 2005, Ακερλοφ 1970), κατηγορώντας τους πολίτες για την επιλογή τους να εκφράσουν ανεπιφύλακτα την εμπιστοσύνη τους στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στην προοπτική τής, από εκείνον, αυτοδύναμης διακυβέρνησης της χώρας.
Αυτή η διαχείριση της εκλογικής συντριβής που υπέστη η αντιπολίτευση είναι, μέχρι ενός σημείου, κατανοητή, ως απόπειρα διατύπωσης ενός αφηγήματος της ήττας, καθώς το κάθε ερμηνευτικό και αφηγηματικό πλαίσιο επιχειρεί να λειτουργήσει, από ψυχολογικής σκοπιάς, μέσω της νοηματοδότησης των γεγονότων και των περιστατικών, ως μηχανισμός οργάνωσης της εμπειρίας και καθοδήγησης της ανθρώπινης δράσης, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο (Snow et al 1986, Παππάς 2014).
Eνα νέο πολιτικό υποκείμενο
Το πρόβλημα αρχίζει από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να επανεφεύρει τον λαό και μάλιστα έναν λαό που –δήθεν– σφάλλει, ψηφίζοντας ενάντια στα συμφέροντά του. Η «οικοδόμηση λαών» αποτελεί κλασικό εργαλείο των λαϊκιστών πολιτικών (Σμιθ 2003, Εντελμαν 1988), σε μια ευρύτερη αναλογία με την «οικοδόμηση κρατών» του Φουκουγιάμα. Το πολιτικό αφήγημα του λαϊκισμού βασίζεται στον μανιχαϊστικό διαχωρισμό ανάμεσα στο «σωστό» και το «λάθος» και στη βαυκαλιστικά μονοσήμαντη ταύτιση του «λαού» με το πρώτο, το οποίο εκφράζει κατά προνομιακή αποκλειστικότητα ο εκάστοτε λαοπλάνος ηγέτης.
Κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο, ο χαρισματικός Ανδρέας Παπανδρέου, τον οποίο διεκδικούν τόσο ο κ. Τσίπρας όσο και ο κ. Ανδρουλάκης, ο μεν πρώτος ως λαϊκίστικο κακέκτυπό του, ο δε δεύτερος ως ανεπαρκές, πολιτικά διάδοχο, αλλομερές του, στο τιμόνι του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, διαμόρφωσε τον «λαό» ως ένα νέο πολιτικό υποκείμενο και τον χρησιμοποίησε για να κερδίσει την εξουσία το 1981 (Παππάς 2014).
Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2023, ζαλισμένος από την ήττα των 20 και πλέον μονάδων και από την πιθανότατη επανάληψή της, έρχεται –τώρα– να τοποθετήσει τον λαό στο «λάθος» για να αποφύγει την αυτοκριτική για τα πραγματικά αίτια της εκλογικής του συντριβής. Μετά τα μαθήματα «αποδόμησης κρατών» που μας παρέδωσαν το καλοκαίρι του 2015 ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του, μας προσφέρουν –τώρα– και ένα μοναδικό, στη σύγχρονη ιστορία του λαϊκισμού, παράδειγμα «αποδόμησης (και) λαών».
Ενώ ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ήταν εκείνος που με την αντιμνημονιακή ρητορική του –πριν από τις κυβιστήσεις του 2015– είχε ενισχύσει τις επίμονες και φορτικές διεκδικήσεις ενός κομματιού της ελληνικής κοινωνίας το οποίο εθελοτυφλούσε, αρνούμενο να εγκαταλείψει τις συνήθειες και τις απαιτήσεις μιας ανεξέλεγκτης και προνομιακής –άνευ παραγωγικού αντικρίσματος– ευημερίας που ο παλαιοκομματικός λαϊκισμός, αμφοτέρων των κομμάτων εξουσίας, υπέθαλπε και έσπευδε, ανευθύνως και συχνά εξωθεσμικώς, να ικανοποιήσει στα προ της κρίσεως χρόνια, έρχεται τώρα, ως αρχηγός μιας κατά κράτος ηττημένης αξιωματικής αντιπολίτευσης, να επικαλεστεί, με τον πανικόβλητο προεκλογικό λόγο των συνεργατών του, αφενός τα «λάθη του λαού» και αφετέρου τους θεσμούς.
Ξεχνούν, όμως, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που ξαφνικά θυμήθηκαν τους θεσμούς οι οποίοι –υποτίθεται πως– προστατεύουν τη δημοκρατία από τα «λάθη του λαού», ότι το 2012 γιγάντωσαν το εκλογικό τους ποσοστό και το 2015 ανέβηκαν στην εξουσία, εκδηλώνοντας μία προσομοιάζουσα στο ΠΑΣΟΚ του 1977 και του 1981 σαφή προτίμηση για εξωθεσμικές και μάλλον άτυπες πολιτικές διαδικασίες, μαζικές κινητοποιήσεις δημοψηφισματικού χαρακτήρα, συγκρουσιακές τακτικές και, λυτρωτικής υφής, ρήξεις με την πραγματικότητα (Παππάς 2014), όπως αυτές που μας υπόσχονταν με «τον έναν νόμο και το ένα άρθρο» που θα καταργούσε τα Μνημόνια και με το δημοψήφισμα του ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ.
Ανασυσταμένος λαϊκισμός
Αυτό είναι και το μόνο κοινό σημείο τομής, ενός ανασυσταμένου λαϊκισμού, ανάμεσα στον παραπαίοντα ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα και το ΚΙΝΑΛ του αντιχαρισματικού Νίκου Ανδρουλάκη, που αμφότεροι διαγκωνίζονται για τη μετενσάρκωση της κληρονομιάς της «Αλλαγής». Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε κατορθώσει, μέσω της συμβολικής συνάρθρωσης ετερόκλητων κοινωνικών συσσωματώσεων, να συναρμολογήσει μια ενιαία πολιτική οντότητα, «τον λαό», που εν συνεχεία τον μετασχημάτισε σε εκλογική πλειοψηφία για να αποκτήσει τον έλεγχο του κράτους (Παππάς 2014), κατ’ αναλογία με τον κ. Τσίπρα του 2015 που ήθελε να καταλάβει τους «αρμούς της εξουσίας».
Για να το καταφέρει αυτό, το νικηφόρο ΠΑΣΟΚ της «Αλλαγής» είχε, λαϊκίστικα και μεθοδευμένα, τοποθετήσει τον λαό στο «σωστό». Τον ίδιο λαό που ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ σπεύδει –σήμερα– να τον ταυτίσει με το «λάθος», καθώς το ΚΙΝΑΛ παρακολουθεί αμήχανα το σφετερισμό της πολιτικής του κληρονομιάς, μέσα από κακοκατασκευασμένα ανδρεοπαπανδρεϊκά γενόσημα που κατεβαίνουν στις εκλογές της 25ης Ιουνίου με αφήγημα το «λάθος του λαού».
Προσπαθώντας αμφότεροι να αντιγράψουν τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, ενθυμούμενοι όψιμα τους φιλελεύθερους θεσμούς που τόσο οι φορείς της «Αλλαγής» των ’80s –όσο και οι επίγονοί τους– είχαν κατάφωρα στρεβλώσει, δήθεν προς όφελος της λαϊκής κυριαρχίας (Παππάς 2014), οι κύριοι Τσίπρας και Ανδρουλάκης, όπως θα φανεί και στα επόμενα εκλογικά τους ποσοστά, έπεσαν στην παγίδα των λαοπλάνων ρήσεων του Ανδρέα που υποστήριζε: «Κανείς, καμία δύναμις, κανένας θεσμός. Μόνον ο λαός σε αυτήν τη χώρα κυβερνά και καθορίζει την πορεία της προς το μέλλον».