Σε ένα υποθετικό δημόσιο ερώτημα σχετικά με το ποια είναι η πιο αγαπημένη τηλεοπτική – κινηματογραφική γιαγιά της Ελλάδας η Τιτίκα Σαριγκούλη θα τερμάτιζε σίγουρα, αν όχι πρώτη, ανάμεσα στις τρεις πρώτες. Κι αυτό αποδείχτηκε περίτρανα από την βαθιά συγκίνηση που προκάλεσε χθες η θλιβερή είδηση του θανάτου της. Γιατί μπορεί να ήταν μια γυναίκα πλήρης ημερών, παρέμενε όμως μέχρι το τέλος μια προσωπικότητα γεμάτη ζωντάνια, τσαγανό και όρεξη.
Ίσως είναι πολλοί αυτοί που δεν γνωρίζουν πως η εικόνα της δραστήριας, ανεξάρτητης και αθυρόστομης γιαγιάς δεν ήταν απλά και μόνον ένας ρόλος μέσα από τον οποίο η γνωστή ηθοποιός και συγγραφέας έγινε δημοφιλής στο ευρύ κοινό. Κάπως έτσι ήταν και στην πραγματική της ζωή. Μια δυναμική γυναίκα που είχε επιλέξει, από πολύ μικρή, να κάνει η ίδια κουμάντο στη ζωή της ακολουθώντας τις αρχές και τις αξίες που πίστευε. Δίχως εκπτώσεις και συμβιβασμούς. Ακόμη και όταν γνώριζε εκ των προτέρων πως οι επιλογές της θα έχουν μεγάλο κόστος για την ίδια. Επέλεγε πάντα να παίρνει ρίσκα.
Με καταγωγή από τη Σμύρνη και μεγαλωμένη σε μια αστική οικογένεια, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και ελλείψεις, εκδήλωσε από πολύ νωρίς τον ηγετικό χαρακτήρα της. Ήταν εκείνη ο αρχηγός της οικογένειας παρά το γεγονός ότι ο αδελφός της ήταν 8 χρόνια μεγαλύτερός της. Σε εκείνον βέβαια χρωστάει το όνομά της μιας και όχι μόνον το επέλεξε αλλά και το επέβαλε στους γονείς τους ως μοναδική επιλογή. Είχε δει βλέπεται τους «Άθλιους» του Ούγκο και είχε εντυπωσιαστεί τόσο από την Κοζέτ, την Τιτίκα στην ελληνική μετάφραση, το κοριτσάκι που περνούσε τόσες περιπέτειες, ώστε αποφάσισε, εκείνο το ίδιο βράδυ πως η νεογέννητη αδελφούλα του θα πάρει αυτό το όνομα! Ίσως αυτή να ήταν και η μοναδική φορά που κατάφερε να της επιβάλλει τη γνώμη του μιας και σε γενικές γραμμές ήταν χαμηλών τόνων.
Παρόλα αυτά ήταν εκείνος που, εκτός από το όνομα, έδωσε στην μικρότερη αδελφή του και τα πολιτικά – κοινωνικά πρότυπα τα οποία υπερασπίστηκε με πάθος σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της. Η Τιτίκα ήταν ακόμη παιδί όταν βγήκε στο πεζοδρόμιο για να μοιράσει αντιστασιακές προκηρύξεις. Μάλιστα στα 16 της μόλις χρόνια είχε στείλει δώρο στον Στάλιν μια σημαία που είχε φτιάξει η ίδια. Όσες δεκαετίες κι αν πέρασαν από τότε δεν σταμάτησε ποτέ να μάχεται για τις ιδέες της Αριστεράς και να συμμετέχει ενεργά σε δράσεις του ΚΚΕ . Μέχρι πριν λίγους μήνες, μάλιστα, μιλούσε σε ραδιόφωνα και τηλεοπτικούς σταθμούς για το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει πολλοί χαμηλοσυνταξιούχοι.
Παράλληλα ανέπτυξε έντονη συγγραφική δραστηριότητα η οποία εκφράστηκε μέσα από 60 περίπου βιβλία. Το αγαπούσε πολύ το γράψιμο. Όπως η ίδια είχε εξομολογηθεί μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής της καθόταν στον υπολογιστή που είχε στην παλιά μονοκατοικία της κι έγραφε, χανόταν μέσα στον μαγικό κόσμο των λέξεων. Περνούσε πολλές ώρες γράφοντας στην παλιά μονοκατοικία όπου έμενε μόνη, εντελώς μόνη συντροφιά με τις γάτες της. Δεν φοβόταν παρά το ότι είχε πέσει αρκετές φορές θύμα διαρρηκτών. Ούτε βαριόταν όμως καθώς πάντα έβρισκε διάφορα πράγματα ν’ ασχολείται. Ανάμεσα σε αυτά όμως δεν ήταν τηλεόραση η οποία δεν υπήρχε καν μέσα στο σπίτι.
«Είμαι εκ πεποιθήσεως γεροντοκόρη» δήλωσε συχνά στις συνεντεύξεις της παραδεχόμενη ότι δεν επιχείρησε ποτέ να μοιραστεί τη ζωή της με έναν σύντροφο γιατί το θεωρούσε καταπιεστικό. Η προσωπική της ελευθερία υπήρξε για εκείνη μη διαπραγματεύσιμο δικαίωμα ακόμα σε θέματα καθημερινότητας. Γνώριζε βέβαια πολύ καλά πως και η ίδια δεν ήταν φτιαγμένη από τη στόφα της γυναίκας – συντρόφου που χρειάζεται, κάποιες φορές, πρέπει να κάνει υποχωρήσεις.
Παρόλα αυτά έζησε μια μεγάλη και πλούσια σε εμπειρίες ζωή. Οι μέρες της ήταν πάντα γεμάτες, τα ενδιαφέροντά της πολλά. Αγαπημένη της συνήθεια, για πολλά χρόνια, ήταν να παίρνει τη βέσπα της και να ξεχύνεται στους δρόμους της πόλης για αναπνεύσει τον αέρα που με τόσο πάθος και πείσμα διεκδίκησε, αυτόν της απόλυτης ελευθερίας.
Πηγή: Πρώτο Θέμα