Την επισήμανση ότι η παιδική βία δεν αποτελεί μόνο ζήτημα ποινικού δικαίου, αλλά και κοινωνικό πρόβλημα που απαιτεί συνολική προσέγγιση και συντονισμένες δράσεις από την πολιτεία, την κοινωνία και τους γονείς κάνει, σε δήλωσή του στο «Μανιφέστο» ο Θεόδωρος Μαντάς, ποινικολόγος, αντιπρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Υπογραμμίζει δε, με αφορμή την έξαρση του φαινομένου, τη σημασία της εκπαίδευσης των γονέων και την ανάγκη ανάληψης ενεργού ρόλου από το σχολείο, συμβάλλοντας στην καλλιέργεια αξιών, όπως η ανεκτικότητα, η αλληλεγγύη και ο σεβασμός προς τους άλλους.
Η δήλωση του Θεόδωρου Μαντά στο «Μανιφέστο» έχει ως εξής:
«Τα τελευταία χρόνια, η παιδική βία έχει αυξηθεί δραματικά στην Ελλάδα, με τα περιστατικά ενδοσχολικής και εξωσχολικής παραβατικότητας να πολλαπλασιάζονται. Είναι γεγονός ότι δυστυχώς πλέον δεν γίνεται λόγος για ανήλικη παραβατικότητα, αλλά εγκληματικότητα. Ηδη από τους πρώτους μήνες του 2024 καταγράφηκαν 7.180 περιστατικά ανήλικης παραβατικότητας, έναντι 4.875 το προηγούμενο έτος, γεγονός που αποδεικνύει την ανησυχητική αύξηση κατά 46%. Αυτή η άνοδος δεν περιορίζεται μόνο στις σωματικές επιθέσεις, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες μορφές βίας, όπως η σεξουαλική παρενόχληση, η χρήση όπλων και η λεκτική κακοποίηση. Η βία μεταξύ ανηλίκων φαίνεται να λαμβάνει διαστάσεις κοινωνικής επιδημίας, και μεγάλο μέρος αυτών των περιστατικών καταγράφεται μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Η έλλειψη κατάλληλων μηχανισμών πρόληψης και η ανεπαρκής υποδομή σε επίπεδο στήριξης της μαθητικής κοινότητας δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την εκδήλωση παραβατικών συμπεριφορών.
Παράλληλα, η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει αυστηρές ποινές για εγκλήματα που διαπράττονται από και κατά ανηλίκων, αλλά και για τους γονείς που δεν επιδεικνύουν την απαραίτητη εποπτεία στα παιδιά τους. Το άρθρο 312 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει αυστηρότερη ποινική μεταχείριση όταν τα θύματα είναι ανήλικοι, ενώ με τον νόμο 4637/2019, η κακοποίηση παιδιών και η αμέλεια γονικής φροντίδας αντιμετωπίζονται ως βαρύτερα αδικήματα. Ωστόσο, η αυστηροποίηση της νομοθεσίας όσον αφορά την ευθύνη των γονέων έχει δημιουργήσει αντιδράσεις. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις συχνά δεν λαμβάνουν υπόψη την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των οικογενειών ή τις πραγματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γονείς στην ανατροφή των παιδιών τους. Επιπλέον, η πρόχειρη νομοθέτηση και η επιβολή προσωρινής κράτησης σε γονείς, ακόμη και για πράξεις που δεν έχουν άμεση επίδραση σε τρίτους, οδηγεί σε αποσταθεροποίηση της οικογένειας και περιθωριοποίηση των παιδιών.
Η πρόκληση που τίθεται, λοιπόν, είναι διττή: αφενός, η αντιμετώπιση της παιδικής βίας εντός και εκτός του σχολικού περιβάλλοντος και, αφετέρου, η αναθεώρηση της νομοθεσίας με τρόπο που να μην τιμωρεί απλώς τους γονείς, αλλά να συμβάλλει στην υποστήριξη και την ενδυνάμωσή τους. Οι γονείς έχουν αναμφίβολα σημαντικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, αλλά η αντιμετώπισή τους ως μοναδικών υπεύθυνων για την παραβατική συμπεριφορά των ανηλίκων είναι μονομερής και αναποτελεσματική. Χρειάζεται, λοιπόν, μια πιο σφαιρική προσέγγιση που να λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παιδιών, όπως το κοινωνικό πλαίσιο, η οικονομική κατάσταση, η υποστήριξη από σχολικούς και κοινωνικούς φορείς και η προσφορά εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την ορθή ανατροφή. Η εκπαίδευση των γονέων σχετικά με την επίλυση συγκρούσεων, τη διαχείριση κρίσεων και την οριοθέτηση της συμπεριφοράς των παιδιών πρέπει να ενσωματωθεί σε κάθε στρατηγική πρόληψης της παιδικής βίας. Τέλος, το σχολείο πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο, παρέχοντας ένα ασφαλές περιβάλλον και συμβάλλοντας στην καλλιέργεια αξιών, όπως η ανεκτικότητα, η αλληλεγγύη και ο σεβασμός προς τους άλλους. Η ενίσχυση του ρόλου των σχολικών ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, καθώς και η εφαρμογή προγραμμάτων για την πρόληψη της βίας, είναι απαραίτητες ενέργειες που θα οδηγήσουν σε πραγματική μείωση των περιστατικών βίας και στην ουσιαστική προστασία των ανηλίκων.
Η παιδική βία, εν κατακλείδι, δεν αποτελεί μόνο ζήτημα ποινικού δικαίου, αλλά και κοινωνικό πρόβλημα που απαιτεί συνολική προσέγγιση και συντονισμένες δράσεις από την πολιτεία, την κοινωνία και τους γονείς. Η ευθύνη της πολιτείας είναι να αναπτύξει στρατηγικές για την πρόληψη, την εκπαίδευση και την υποστήριξη, αντί να περιορίζεται μόνο στην επιβολή κυρώσεων που τελικά δεν επιλύουν τα αίτια του φαινομένου».