Η αυλαία έπεσε. Η 33η Ολυμπιάδα του Παρισιού  ανήκει πια στην παρακαταθήκη των αναμνήσεών μας. Με μια τελετή λήξης που, με τις εντυπωσιακές και ελληνοπρεπείς στιγμές της, έσωσε -τουλάχιστον- τα προσχήματα, ως προς την αμφιλεγομενικότητα της αντίστοιχης τελετής έναρξης. Είκοσι χρόνια πριν, ας μεταφερθούμε νοερώς, στην τελετή έναρξης της  28ης  Ολυμπιάδας, της Ολυμπιάδας της Αθήνας, της Ολυμπιάδας της Ελλάδας, όπου ένα κοριτσάκι από την Κίνα τραγουδά για τους αγώνες του Πεκίνου, κρατώντας στο χέρι του ένα κινέζικο φαναράκι. Το κινεζάκι βρίσκεται στο κέντρο ενός όμοιου, αλλά τεράστιου, κόκκινου φαναριού, μια ζωντανή, ντροπαλή μικρή φλογίτσα που σε τέσσερα χρόνια έμελλε να γιγαντωθεί και να φωτίζει, από τους ουρανούς της Ασίας, ως βωμός των επόμενων Ολυμπιακών Αγώνων, ολόκληρο τον κόσμο. 

Η δεκάχρονη -τότε- Φωτεινή (δε θα μπορούσε να έχει πιο ταιριαστό όνομα - 20 χρόνια μετά την είδαμε στους τηλεοπτικούς δέκτες ως Διδακτορική Ερευνήτρια στο εξωτερικό) ανεβαίνει τα σκαλιά, η φλόγα γέρνει ξανά και το κορίτσι παίρνει μια σπίθα από το ολυμπιακό φως στο, σε σχήμα σπόρου, φαναράκι της. Ύστερα μεταλαμπαδεύει το φως της σε δεκάδες παιδιών που σπεύδουν γύρω της, όλα με τα σπορόσχημα φανάρια τους ανά χείρας. «Δεύτε λάβετε Φως», όπως γίνεται και στο Πάσχα των Ελλήνων και η αγνότητα της παιδικής ψυχής, η αγνότητα των παιδιών όλου του κόσμου είναι αυτή που θα κρατήσει ανέσπερο το φως των ολυμπιακών ιδανικών. Για όλους εμάς, μια πασχαλιάτικη γιορτή ήτανε οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, μια γιορτή που είχε τελειώσει με ένα μεγάλο πάρτι. Αυτό ήτανε η τελετή λήξης, της Ολυμπιάδας της Αθήνας του 2004, ένα πάρτι προς τιμή των αγώνων που ξαναγεννήθηκαν στη χώρα τους και η φλόγα, ένα τεράστιο κερί γενεθλίων που έσβησε μ’ ένα φύσημα της Φωτεινής. 

Στο κέντρο του σταδίου πρωταγωνιστής δεν είναι το νερό, όπως στην έναρξη, αλλά μια πιο απτή πηγή ζωής, το σιτάρι, ο θερισμός γύρω απ’ τον οποίο ήτανε σφαιρωμένη η καθημερινή ζωή ολόκληρων γενεών. Ώριμα στάχυα που καρτερούν τον θεριστή, φυτρωμένα στο σχήμα του γέρανου, του αρχαίου ελικοειδούς χορού που χόρεψε ο Θησέας με τη συντροφιά του, αφού νίκησε τον Μινώταυρο, με βήματα μπερδεμένα, σε ανάμνηση των ελίκων του λαβυρίνθου. Ο καιρός πέρασε, τελείωσε το διάστημα που η γιορτινή Περσεφόνη μπορεί να μείνει με τη μητέρα της τη Δήμητρα. Έρχεται το φθινόπωρο και ο χειμώνας. Οι σπόροι των σταχυών θα πεθάνουν για να γεννηθούν ξανά, γιατί μέσα τους καίει η ίδια δημιουργική φλόγα που σπίθιζε  στα δικοτυλήδονα φαναράκια των παιδιών της τελετής λήξης. Των παιδιών που μαζεύτηκαν γύρω απ’ τη Φωτεινή. Τη Φωτεινή που ήρθε από το παιδικό χωριό SOS και στάθηκε μπροστά στα βλέμματα του «παγκόσμιου χωριού», με μια γλυκιά μελαγχολία στο πράσινο των ματιών της, μια μελαγχολία που γίνεται ακόμη εμφανέστερη όταν λέει πως το πρώτο πρόσωπο με το οποίο μίλησε μετά την τελετή ήταν η (θετή) «μητέρα SOS» του παιδικού χωριού.

«…Ελλάδα μάνα, μάνα του καημού…» τραγούδησε ο Νταλάρας, με φόντο μορφές της ελληνικής προσφυγιάς, τραγούδι που, πλάι σε όλα τα άλλα γιορταστικά τραγούδια και τους πολυποίκιλους χορούς της τελετής ανέδειξε –και αυτό- τις αντιφάσεις και τον πολύσχημο χαρακτήρα των Ελλήνων. Η πολυχρωμία της ελληνικής ανθρωπογεωγραφίας που σε κάνει να απορείς για το πώς σε αυτή τη μικρή έκταση ανθίζουν πολιτισμικές διαφορετικότητες που δεν τις συναντάς στα αχανή όρια ακόμη και ολόκληρων ηπείρων. Το«σύμμεικτον» και το «συναμφότερον» της Ελληνικής φυλής, όπως το ονομάζει ο Ζουράρης……