Το εγκώμιο της ελληνικής οικονομίας και τα επιτεύγματά της τα τελευταία έτη πλέκει σε άρθρο-ανάλυση ο ανταποκριτής του Γερμανικού Δημοσιογραφικού Δικτύου (RND) στην Αθήνα, Γκερντ Χέλερ. Κάνει λόγο για «ελληνικό οικονομικό θαύμα». Όπως σημειώνει «πριν από οκτώ χρόνια η Αθήνα ήταν στο χείλος της χρεοκοπίας. Σήμερα η Ελλάδα είναι μια από τις πρωταθλήτριες στην ανάπτυξη χώρες στην Ευρώπη χάρη στις μεταρρυθμίσεις και στην πολιτική σταθερότητα».

Όπως εξηγεί ο Χέλερ, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε διαρκώς ανοδική πορεία, υπογραμμίζοντας ότι ο μηνιαίος δείκτης επιχειρηματικού κλίματος αυξήθηκε στις 111,1 μονάδες τον Ιούλιο. «Το κλίμα δύσκολα θα μπορούσε να είναι καλύτερο», γράφει ο Χέλερ, προσθέτοντας πως «στην Ελλάδα επικρατεί ευφορία».

Τα εύσημα ωστόσο δίνει ο Γερμανός δημοσιογράφος και στην οικονομική διαχείριση της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά την τελευταία τετραετία, ο δημοσιογράφος τονίζει ακόμη πως «οι πολιτικές του συντηρητικού πρωθυπουργού είναι φιλικές προς τις επιχειρήσεις, όμως ταυτοχρόνως έχουν και έντονο κοινωνικό πρόσημο».

«Ο Μητσοτάκης ανακούφισε τους εργαζόμενους μειώνοντας τους φόρους εισοδήματος και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και αυξάνοντας τον κατώτατο μισθό σταδιακά από τα 650 στα 780 ευρώ. Από το 2019, ο αριθμός των θέσεων εργασίας αυξήθηκε από 2,2 σε 2,6 εκατομμύρια, ενώ το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 17,3% σε 11,1%. Την ανωτέρω πρόοδο επιβράβευσαν οι ψηφοφόροι και στις πρόσφατες εκλογές. Έτσι η Ελλάδα, που κάποτε θεωρείτο αδύνατον να κυβερνηθεί, αποτελεί σήμερα ένα από τα περισσότερο πολιτικά σταθερά κράτη της Ε.Ε.» προσθέτει ο ίδιος.

Όσον αφορά την πολυαναμενόμενη επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, ο Χέλερ υπογραμμίζει πως «κάτι τέτοιο δεν θα βελτίωνε μόνο τις δυνατότητες αναχρηματοδότησης του ελληνικού κράτους, αλλά θα διευκόλυνε τις ελληνικές επιχειρήσεις να δανειστούν με ευνοϊκότερους όρους και να επενδύσουν περισσότερα χρήματα. Αυτό είναι το κλειδί για τη βιώσιμη επιστροφή της πρώην χώρας της κρίσης. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν έντονα επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, όμως αποτελώντας 14% του Α.Ε.Π., εξακολουθούν να βρίσκονται πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 23%» καταλήγει ο ανταποκριτής.