Η αμφιλεγόμενη –τουλάχιστον– νίκη του Νικολάς Μαδούρο στις «εκλογές» και η παραμονή του στη θέση του προέδρου της Βενεζουέλας φέρνει πάλι στο προσκήνιο τα ερωτήματα για το τι ακριβώς είναι ο εν λόγω ηγέτης και τι ακριβώς συμβαίνει στη χώρα της λατινικής Αμερικής.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία ότι πρόκειται περισσότερο για δικτάτορα παρά για εκλεγμένο πρόεδρο, ιδίως αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στις «εκλογές» της Κυριακής δεν ψήφισαν περισσότεροι από 7 εκατομμύρια εξόριστοι, ενώ η μετάδοση των αποτελεσμάτων σταμάτησε επί έξι ώρες. Εως εκείνη τη στιγμή μάλιστα, τα exit polls έδιναν νικητή τον αντίπαλό του από την ενωμένη αντιπολίτευση, αλλά, ως διά μαγείας, ο Μαδούρο αναδείχθηκε νικητής με 51,2% έναντι του Εντμούντο Γκονζάλες, που φέρεται να συγκέντρωσε ποσοστό 44,2% - ή σχεδόν 600 χιλιάδες λιγότερες ψήφους…
Το γεγονός ότι η αντιπολίτευση κατήγγειλε προπηλακισμούς δικαστικών αντιπροσώπων και τραμπουκισμούς στα εκλογικά κέντρα ή ακόμη και χειραγώγηση ψηφοφόρων είναι προφανώς... λεπτομέρειες. Οπως και ότι το αποτέλεσμα των «εκλογών» αμφισβήτησαν, επί της ουσίας, ηγέτες που ανήκουν στο χώρο της Αριστεράς, όπως ο Λούλα ντα Σίλβα από τη Βραζιλία. Είναι εξάλλου εντυπωσιακό ότι ο Μαδούρο, παρά τις διεθνείς αντιδράσεις, επιχείρησε και συνεχίζει να επιχειρεί να παρουσιάσει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα και αναφερόμενος στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις με την Αστυνομία, ισχυρίζεται ότι επιχειρείται «πραξικόπημα» στη χώρα.
Μα που χάθηκαν;
Στην Ελλάδα βεβαίως είναι εντυπωσιακή η σιγή ιχθύος από τους εγχώριους υποστηρικτές και θαυμαστές του Μαδούρο και του καθεστώτος του. Είναι ασφαλώς οι ίδιοι που με κάθε ευκαιρία κόπτονται τάχα για το κράτος δικαίου, αλλά… ξεχνούν τι συνέβη με τη σκευωρία της Novartis και την προσπάθεια άλωσης της Δικαιοσύνης με τους περίφημους «αρμούς της εξουσίας». Είναι εκείνοι που εγκαλούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη για την ελευθερία του Τύπου ή την κατάσταση στη Δικαιοσύνη και δεν διστάζουν να δυσφημούν τη χώρα τους στα ευρωπαϊκά fora, προτείνοντας ακόμη και τη διακοπή της χρηματοδότησης προς την Ελλάδα. Και φυσικά, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, αυτοί βρίσκονται στην «αγκαλιά» του ΣΥΡΙΖΑ.
Το 2019, όταν η Βενεζουέλα είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε φροντίσει να διατρανώσει την υποστήριξή του προς τον Μαδούρο και το καθεστώς του. Αφορμή ήταν οι προηγούμενες «εκλογές» και η αυτοανακήρυξη του τότε ηγέτη της αντιπολίτευσης, Χουάν Γκουαϊδό, ως προέδρου της χώρας. «Ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει την αμέριστη στήριξη και την αλληλεγγύη του στον νόμιμο πρόεδρο της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας, Νικολάς Μαδούρο», δήλωσε χαρακτηριστικά ο τότε γραμματέας του κόμματος, Πάνος Σκουρλέτης.
Το «αποκούμπι» τους
Για τις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης Τσίπρα με το καθεστώς Μαδούρο έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πολλά και έχουν επίσης διατυπωθεί αρκετά ερωτήματα στα οποία δεν δόθηκαν απαντήσεις, όπως για παράδειγμα οι εξαγωγές χρυσού από τη Βενεζουέλα και οι ύποπτες πτήσεις με προορισμό την Ελλάδα ή ακόμη και τα σενάρια εισαγωγής πετρελαίου από τη χώρα της λατινικής Αμερικής την εποχή των capital controls και κυρίως σε ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη το 2015.
Με άλλα λόγια, ακόμη και ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν στηρίζει απλώς τον δικτάτορα Μαδούρο, αλλά αισθάνεται απόλυτα αλληλέγγυος με τις μεθόδους και τις πρακτικές που ακολουθεί. Στηρίζει έναν ηγέτη που διαθέτει μια πολύ διαφορετική αντίληψη για την εξουσία και τον τρόπο που την ασκεί, πολύ μακριά από τις ευρωπαϊκές παραδόσεις και συνήθειες. Εναν τρόπο που στηρίζεται κυρίως στην καταπάτηση των αρχών του δικαίου και στις εκτοπίσεις ή φυλακίσεις των πολιτικών του αντιπάλων και των αντιφρονούντων. Μια λογική δηλαδή που δεν παραπέμπει απλώς στα παλιά κομμουνιστικά καθεστώτα, αλλά σε σκληρές δικτατορίες.