Για τον στόχο του να κάνει την Ελλάδα μια πραγματικά ευρωπαϊκή χώρα μίλησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε μια εφ' όλης της ύλης συνέντευξη στο podcast «The Globalist» του περιοδικού «Monocle». Η συνέντευξη του πρωθυπουργού δόθηκε κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου με αφορμή την ψήφιση του νομοσχεδίου που έκανε την Ελλάδα την πρώτη Ορθόδοξη χώρα που θεσμοθέτησε τον γάμο των ομόφυλων.
«Είναι ένας νόμος που περάσαμε για εκείνους τους ανθρώπους που πραγματικά νοιάζονται βαθιά και επηρεάζονται προσωπικά από αυτό το θέμα. Και αποτελεί ένα θεμελιώδες ζήτημα ισότητας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κράτους δικαίου. Είμαι πολύ χαρούμενος και νιώθω μεγάλη τιμή ως ηγέτης ενός κεντροδεξιού συντηρητικού αλλά και προοδευτικού κόμματος, που πράγματι εμείς φέραμε αυτό το νομοσχέδιο στο Κοινοβούλιο και το περάσαμε με πολύ ισχυρή πλειοψηφία. Είμαι επίσης χαρούμενος γιατί μας δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσουμε στην ελληνική κοινωνία τι πραγματικά σημαίνει αυτό το νομοσχέδιο. Και για πρώτη φορά πράγματι ακούσαμε από εκείνους που έχουν επηρεαστεί βαθιά από το γεγονός ότι η ισότητα στον γάμο δεν είχε αναγνωριστεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, από τα παιδιά που δεν είχαν τα ίδια δικαιώματα σε νόμιμους γονείς, και από εκείνους που ουσιαστικά μας είπαν "γιατί μου αρνείστε το δικαίωμα να παντρευτώ;" Μάλιστα, είπα στην Κοινοβουλευτική μου Ομάδα κάτι που είχε πει και ένας άλλος συντηρητικός ηγέτης, ότι ο γάμος είναι τελικά ένας συντηρητικός θεσμός και ψηφίζω το νομοσχέδιο όχι παρά το γεγονός ότι είμαι συντηρητικός, αλλά επειδή ο γάμος, στο τέλος της ημέρας, είναι ένας συντηρητικός θεσμός. Και μπορώ να πω ότι το επίπεδο της συζήτησης ήταν πολύ ώριμο. Πιστεύω ότι η κοινή γνώμη έχει πλέον ταχθεί υπέρ αυτής της νομοθεσίας. Και σέβομαι πλήρως όσους διαφωνούν, αλλά πιστεύω ότι τους αντιμετωπίσαμε με μεγάλο σεβασμό. Ακόμα και μέσα στο κόμμα μου. Δεν τέθηκε ζήτημα κομματικής πειθαρχίας, οι βουλευτές μας ήταν ελεύθεροι να ψηφίσουν αυτό που πραγματικά ήθελαν. Και χαίρομαι που πάνω από τα δύο τρίτα κατέληξαν να υποστηρίξουν το νομοσχέδιο» είπε στην αρχική τοποθέτηση του ο πρωθυπουργός.
Βλέπετε, όμως, αυτή τη συγκεκριμένη προοδευτική κίνηση ως κάτι μεμονωμένο ή θεωρείτε ότι εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα ανοικοδόμησης, ανασυγκρότησης, ίσως και εκσυγχρονισμού της Ελλάδας, σε σχέση με το πού βρισκόταν η Ελλάδα πριν από 10-12 χρόνια;
Σίγουρα το δεύτερο. Η δεύτερη θητεία μου επικεντρώνεται σε αυτό που ονομάζω «πολυδιάστατο εκσυγχρονισμό». Και βέβαια, αυτός περιλαμβάνει θέματα που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά εκτείνεται και πολύ πέρα από αυτά. Στόχος μου ήταν πάντα να κάνω την Ελλάδα μια πραγματική ευρωπαϊκή χώρα και να πετύχω πραγματική σύγκλιση. Και γιατί να μην ξεπεράσουμε τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους σε εκείνους τους δείκτες όπου μπορούμε πράγματι να πρωταγωνιστήσουμε; Πρόκειται λοιπόν για ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα. Δεν ξεχνώ ποτέ ότι η Ελλάδα ήταν η 10η χώρα που εντάχθηκε στην ευρωπαϊκή οικογένεια το 1981. Βέβαια, όμως, είχαμε να αντιμετωπίσουμε μια χαμένη δεκαετία που μας στέρησε το ένα τέταρτο του ΑΕΠ μας. Και σταδιακά καλύπτουμε το χαμένο έδαφος. Πρέπει να επιταχύνουμε τον ρυθμό ανάπτυξης.
Στο τέλος της ημέρας, έχει να κάνει με την ανάπτυξη. Η σύγκλιση αφορά την ανάπτυξη, αλλά και τη δίκαιη ανάπτυξη. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εστιάζω τόσο πολύ στο να διασφαλίσω ότι οι πολιτικές μας είναι δίκαιες και ότι ο πλούτος που δημιουργούμε κατανέμεται δίκαια. Επομένως, επικεντρώνομαι στους μισθούς, στην αύξηση του κατώτατου μισθού, στην αύξηση του μέσου μισθού. Έχω θέσει πολύ σαφείς στόχους σχετικά με το τι θέλω να πετύχω τα επόμενα τέσσερα χρόνια και θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε καλό δρόμο για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Προφανώς, ένα από τα θέματα αυτής της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου θα είναι το παράξενο ξέσπασμα του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και δεν είναι το πρώτο που κάνει για τις «αδιάφορες» αμυντικές δαπάνες των συμμάχων της Αμερικής στο ΝΑΤΟ. Και δεν θέλω να μιλήσω τόσο για την Ελλάδα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, αλλά για την ίδια την Ελλάδα ως αμυντική δύναμη. Είναι κάτι που πιστεύετε ότι πρέπει να ενισχυθεί; Διότι υπάρχει ένα αξιοσημείωτο στατιστικό στοιχείο, το οποίο εσείς θα γνωρίζετε καλά, αλλά οι ακροατές ίσως όχι, και αναμφίβολα εξεπλάγην όταν κάποιος μου το επισήμανε: ότι η Ελλάδα, αν και είναι μια αρκετά μικρή χώρα, εξακολουθεί να ελέγχει το 21% του παγκόσμιου εμπορικού στόλου σε όρους χωρητικότητας. Και προφανώς ελληνόκτητα πλοία και πλοία τα οποία διαχειρίζονται Έλληνες έχουν δεχθεί επιθέσεις από τους Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα. Γνωρίζω ότι το ελληνικό ναυτικό έχει στείλει μία φρεγάτα, αν και πιστεύω ότι δεν έχει πράγματι αντιβαλλιστική ικανότητα. Πιστεύετε ότι η Ελλάδα πρέπει να γίνει μια μεγαλύτερη ναυτική δύναμη που αναλογεί με την υπόληψή της ως μεγάλο ναυτικό έθνος;
Καταρχάς, επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι η Ελλάδα δαπανά το 3% του ΑΕΠ της για την άμυνα. Και βρισκόμαστε σταθερά πάνω από το όριο του 2%, ακόμη και στα πολύ δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Ο λόγος ήταν απλός: ποτέ δεν υπήρξε «μέρισμα ειρήνης» στην Ελλάδα, με την έννοια ότι πάντα αντιμετωπίζαμε έναν μεγαλύτερο, ενίοτε αρκετά επιθετικό γείτονα. Και θεωρούμε ότι πάντα χρειαζόμασταν μια αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα και φυσικά θα συνεχίσουμε να το κάνουμε. Αυτό δεν ισχύει για πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και πιστεύω ότι ως Ευρώπη πληρώνουμε τώρα το τίμημα της διαρκούς υποεπένδυσης στις αμυντικές μας ικανότητες.
Τώρα, έχετε δίκιο που επισημαίνετε ότι ο ελληνικός εμπορικός στόλος είναι μια παγκόσμια δύναμη και γι' αυτό δεν αποποιηθήκαμε ποτέ την ευθύνη μας να προστατεύσουμε την ελευθερία της ναυσιπλοΐας. Και γι' αυτό το λόγο έχουμε παρουσία. Θα συνεχίσουμε να έχουμε παρουσία. Ένα πλοίο θα αποπλεύσει πολύ σύντομα πλήρως εξοπλισμένο με όλη την απαραίτητη τεχνολογία για την προστασία του και θα μεταβεί στην Ερυθρά Θάλασσα. Και είμαστε επίσης αυτοί που αναλαμβάνουμε τη διοίκηση της ευρωπαϊκής επιχείρησης «Ασπίδες», η οποία λειτουργεί σε συνδυασμό με την επιχείρηση «Φρουροί της Ευημερίας» στην Ερυθρά Θάλασσα.
Όσον αφορά την ενίσχυση του Πολεμικού μας Ναυτικού, διαθέτουμε ένα αρκετά ικανό ναυτικό, αλλά επιπλέον υλοποιούμε μεγάλες επενδύσεις για την αναβάθμισή του. Η πρώτη από τις τρεις υπερσύγχρονες φρεγάτες που παραγγείλαμε από τη Γαλλία είναι ήδη στη θάλασσα και θα ενταχθεί στο ελληνικό ναυτικό τον επόμενο χρόνο. Και βέβαια, εξετάζουμε πώς θα ενισχύσουμε τη ναυτική αποτροπή στο μέλλον, συμπεριλαμβανομένων των μη επανδρωμένων πλοίων και -γιατί όχι;- υποβρυχίων. Συνεπώς, αυτό που θέλουμε να κάνουμε, ως χώρα που δαπανά σημαντικά κονδύλια για την άμυνα, είναι να διασφαλίσουμε ότι θα αναπτύξουμε και τις δικές μας τεχνολογικές δυνατότητες. Αυτό, όμως, είναι κάτι που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και την Ευρώπη.
Συμφωνώ πλήρως με τις επισημάνσεις της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι θα πρέπει να ξοδεύουμε περισσότερα για την άμυνα, αλλά πρέπει επίσης να ξοδεύουμε με πιο έξυπνο τρόπο για την άμυνα. Υπάρχουν πολύ λίγες κοινές προμήθειες. Εξακολουθεί να υπάρχει ένας κολοσσιαίος κατακερματισμός της αμυντικής βιομηχανίας στην Ευρώπη. Και ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στις ΗΠΑ, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έπρεπε να ήταν -και είναι σε ένα βαθμό- μια κλήση αφύπνισης: από τα μεγάλα έργα, όπως η αντιαεροπορική άμυνα, μέχρι τα τετριμμένα ζητήματα της παραγωγής αρκετών βλημάτων για το πυροβολικό, τα οποία πολλοί πίστευαν ότι δεν ήταν απαραίτητα, αλλά αποδεικνύονται απαραίτητα σε έναν παρατεταμένο χερσαίο πόλεμο.
Υπάρχει, φυσικά, μια συχνά ασταθής περιοχή ακριβώς στα βόρεια της Ελλάδας. Και νομίζω συναντηθήκατε σήμερα με τον Albin Kurti, τον Πρωθυπουργό του Κοσσυφοπεδίου. Το ξέρουμε αυτό γιατί μιλήσαμε μαζί του σήμερα το πρωί. Δεν θα ήταν τα Βαλκάνια πιο ασφαλή αν το Κοσσυφοπέδιο ήταν πιο σίγουρο για τη θέση του στον κόσμο; Και δεν θα βοηθούσε σε αυτό αν η Ελλάδα προχωρούσε στην αναγνώρισή του;
Έχουμε υπάρξει ένθερμοι υποστηρικτές της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων από την εποχή της Διακήρυξης της Θεσσαλονίκης, το 2003. Έχουν περάσει 21 χρόνια από τότε και δεν έχει επιτευχθεί η πρόοδος που θα θέλαμε. Ωστόσο, πιστεύω ότι το όλο θέμα της Ουκρανίας έφερε και πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα της διεύρυνσης της ΕΕ.
Ήμασταν εξαιρετικά σαφείς στις προσπάθειές μας να διευκολύνουμε τον διάλογο μεταξύ Πρίστινας και Βελιγραδίου και επίσης πολύ ειλικρινείς και με τους δύο. Επισκέφθηκα τον πρόεδρο Βούτσιτς πριν από μια εβδομάδα. Είδα τον πρωθυπουργό Κούρτι. Έχω πολύ καλές σχέσεις και με τους δύο, αλλά πρέπει και οι δύο κάποια στιγμή να κάνουν ένα βήμα πίσω και να σταματήσουν να κουνούν το δάχτυλο ο ένας τον άλλον εάν θέλουμε να σημειώσουμε πραγματική πρόοδο.
Η θέση της Ελλάδας δεν πρόκειται να αλλάξει στο ορατό μέλλον. Ωστόσο, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να διασφαλίσουμε ότι η κατάσταση θα επιλυθεί και ότι οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί -το ίδιο είπα και στον πρωθυπουργό Κούρτι σχετικά με την Ένωση των Σερβικών Δήμων-, αυτές οι αποφάσεις πρέπει να εφαρμοστούν.
Θα ήθελα να επιστρέψω στο θέμα που αναφέρατε σχετικά με το τι μπορείτε να καταφέρετε ως κεντροδεξιός πολιτικός, ειδικά στο πλαίσιο του τι έχει περάσει η Ελλάδα και του τι έχει επιχειρηθεί στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία. Υπάρχουν χώρες που αναρωτιούνται πώς μπορούν να αντιμετωπίσουν τον λαϊκισμό, που υποδηλώνει ότι υπάρχουν εξαιρετικά απλές λύσεις σε πολύ περίπλοκα προβλήματα. Και όσο συχνά κι αν αποδεικνύεται ότι οι λαϊκιστές κάνουν λάθος, ποτέ δεν εκλείπουν. Πιστεύετε ότι κάτι από αυτά έχετε κάνει στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της θητείας σας ως πρωθυπουργός είναι πράγματι εξαγώγιμο; Υπάρχει κάπου εδώ η γένεση μιας θεραπείας για τον λαϊκισμό;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει ένα γενικό πρότυπο για την καταπολέμηση του λαϊκισμού. Όλα τα πολιτικά συστήματα έχουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες, τους δικούς τους εκλογικούς νόμους. Στην περίπτωσή μας, καταφέραμε να σχηματίσουμε μονοκομματική κυβέρνηση. Σε άλλες χώρες, οι κυβερνητικοί συνασπισμοί αποτελούν αναγκαιότητα. Έχω, όμως, κάποιες σκέψεις να μοιραστώ μαζί με εσάς και τους ακροατές σας σχετικά με αυτό το θέμα. Στο τέλος της ημέρας, πρέπει να καταλάβει κανείς ότι οι αιτιάσεις που τροφοδοτούν το λαϊκισμό είναι πραγματικές, είτε έχουν να κάνουν με την εισοδηματική ανισότητα είτε με ανθρώπους που αισθάνονται χαμένοι σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Πιστεύετε ότι πρόκειται πάντα για πραγματικές αιτιάσεις, δεν υπάρχουν κάποιου είδους λαϊκιστικές εκρήξεις που σε μεγάλο βαθμό τροφοδοτούνται από φαντασιώσεις;
Πιστεύω ότι οι αιτιάσεις που σχετίζονται με την εισοδηματική ανισότητα πράγματι έχουν βάση. Δείτε τους αριθμούς. Στο τέλος της ημέρας, επειδή συνήθως το επίκεντρο είναι η οικονομία, πράγματι υπάρχουν χάσματα και άνθρωποι που αισθάνονται ότι έχουν μείνει πίσω.
Πάρτε για παράδειγμα τους αγρότες. Τώρα έχουμε κινητοποιήσεις αγροτών στην Ελλάδα. Είναι πολύ εύκολο, εάν ζεις σε μια μεγάλη πόλη, να πεις «ποιοι είναι αυτοί οι τύποι που εμφανίζονται με τα τρακτέρ τους στους δρόμους ενώ τους παρέχουμε τόση υποστήριξη;». Νομίζω, όμως, ότι αυτό είναι ένα απλοϊκό ερώτημα.
Όταν εξετάσαμε το πρόβλημα λεπτομερώς, συνειδητοποιήσαμε ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι, παραδείγματος χάρη, για το ηλεκτρικό ρεύμα που πληρώνουν οι αγρότες. Και βρήκαμε μια λύση για να τους δώσουμε καλύτερη τιμή στην ηλεκτρική ενέργεια. Διότι αν δεν είναι ανταγωνιστικοί και αν σταματήσουν να κάνουν αυτό που κάνουν, αυτό θα έχει τεράστιες συνέπειες, όχι μόνο στην επισιτιστική μας ασφάλεια, αλλά και στην περιφερειακή συνοχή. Θα έλεγα λοιπόν ότι αρκετές από τις αιτιάσεις έχουν βάση. Και δεν αναφέρομαι σε θεωρίες συνωμοσίας, αλλά σε κάτι υπαρκτό που πρέπει να αναγνωριστεί.
Δεύτερον, θεωρώ ότι και στο Νταβός και στη Διάσκεψη Ασφάλειας του Μονάχου στοχοποιήθηκαν αρκετά αυτοί οι άνθρωποι και αυτό δεν έχει ποτέ θετικά αποτελέσματα. Αυτή η επαίσχυντη συμπεριφορά νομίζω ότι θα μπορούσε να είναι πλήρως καταστροφική.
Όταν, όμως, συζητάμε για πραγματικές λύσεις, αυτό που εμείς έχουμε κάνει είναι να ακολουθήσουμε μια νέα προσέγγιση στην πολιτική, την οποία ονομάζω «τριγωνοποίηση». Είμαστε σαφώς υπέρ της ανάπτυξης, μειώνοντας με σύνεση τους φόρους, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική πειθαρχία, προσελκύοντας επενδύσεις, απλοποιώντας το επιχειρηματικό περιβάλλον, δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Επομένως, πρόκειται για μια φιλελεύθερη προσέγγιση στην οικονομία, η οποία προτάσσει την ιδιωτική επιχειρηματικότητα.
Στην εξωτερική πολιτική η προσέγγισή μας συμπυκνώνεται σε αυτό που αποκαλώ «υπεύθυνο πατριωτισμό». Στο πλαίσιο αυτό, ήμασταν σκληροί απέναντι στην Τουρκία, ενισχύσαμε την αποτρεπτική μας ικανότητα, διαχειριστήκαμε το μεταναστευτικό πρόβλημα αρκετά καλά. Αυτό νομίζω ότι καλύπτει επαρκώς το πιο συντηρητικό κομμάτι ενός κεντροδεξιού κόμματος.
Η προσέγγισή μας είναι επίσης αρκετά προοδευτική όταν πρόκειται για την κοινωνική πολιτική, μέσω της αύξησης του κατώτατου μισθού περισσότερο απ’ ό,τι οι πολλοί ανέμεναν, της υλοποίησης συγκεκριμένης στρατηγικής για εκείνους που είναι λιγότερο προνομιούχοι, της θεσμοθέτησης της ισότητας στον γάμο, κάτι που ανοίγει νέες δυνατότητες για ένα μετριοπαθές κεντροδεξιό κόμμα.
Είχαμε όμως και ένα άλλο πλεονέκτημα. Προηγήθηκαν στην εξουσία οι λαϊκιστές, μια παράξενη συμμαχία σκληρών αριστερών και σκληρών δεξιών λαϊκιστών, και ήταν μια καταστροφή. Και οι πολίτες το θυμούνται ακόμα αυτό.
Βέβαια, όμως, όταν βρίσκεσαι στη δεύτερη θητεία σου δεν ανταγωνίζεσαι με αυτόν που ήταν στην εξουσία πριν από πέντε χρόνια. Πρέπει να λύσεις πραγματικά προβλήματα. Και εφόσον ο κόσμος πειστεί ότι προσπαθείς σκληρά, πρέπει να είσαι ειλικρινής, πρέπει να αναγνωρίζεις τα λάθη σου, αλλά πρέπει και να φέρνεις αποτελέσματα. Και εμείς το κάνουμε, ιδίως όσον αφορά στην οικονομία. Πιστεύω ότι οι πολίτες θα σε κρίνουν καλόπιστα. Και στην περίπτωσή μας, μας ψήφισαν ξανά.
Αναρωτιέμαι επίσης για ένα πράγμα όσον αφορά την αντιμετώπιση του λαϊκισμού, ο οποίος, όπως γνωρίζετε, συνδέεται συχνά με τον παραλογισμό για τη μετανάστευση. Και θα με ενδιέφερε να μάθω τι σκέφτεστε σχετικά με το εάν το πρόβλημα δεν έγκειται τόσο πολύ στο ότι οι άνθρωποι φοβούνται ή αντιπαθούν τη μετανάστευση, αλλά αυτό που στην πραγματικότητα αντιπαθούν είναι η αίσθηση της αταξίας, η ιδέα ότι δεν υπάρχει πρόγραμμα, ότι δεν υπάρχει κανείς υπεύθυνος.
Πιστεύω ότι έχετε δίκιο, αλλά η Ελλάδα υπήρξε, από διάφορες απόψεις, ένα success story όσον αφορά στη μετανάστευση. Δείτε, για παράδειγμα, τους Αλβανούς που ήρθαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του '90. Τα παιδιά τους, η δεύτερη γενιά, γεννήθηκαν στην Ελλάδα, είναι Έλληνες πολίτες, πηγαίνουν σε ελληνικό σχολείο, θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες.
Θα έλεγα ότι είναι συνολικά μια επιτυχημένη ιστορία. Και ακόμα και τώρα, ναι, η Ελλάδα είναι μια σχετικά ομοιογενής κοινωνία, αλλά πρέπει να μάθουμε να συνυπάρχουμε με ανθρώπους που είναι διαφορετικοί. Πιθανώς ο καλύτερος μπασκετμπολίστας στον κόσμο, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, είναι Έλληνας με καταγωγή από τη Νιγηρία. Δεν μοιάζει με παραδοσιακό Έλληνα, αλλά είναι Έλληνας στην καρδιά και παίζει στην εθνική ομάδα. Δεν χρειάζεται, όμως, να είσαι αστέρι του μπάσκετ για να σου φέρεται καλά η Ελλάδα αν τύχει να έλθεις στην Ελλάδα ή να έχεις γεννηθεί στην Ελλάδα.
Το ερώτημα είναι, συνεπώς, πώς επεκτείνεις αυτή τη συμπεριφορά προς εκείνους τους ανθρώπους που θέλουν να ζήσουν στην Ελλάδα και θεωρούν την Ελλάδα πατρίδα τους; Και εκείνοι που πράγματι έρχονται στην Ελλάδα και λαμβάνουν άσυλο στην Ελλάδα, είναι ευπρόσδεκτοι. Και πρέπει να είναι ευπρόσδεκτοι στην Ελλάδα, διότι έχουμε επίσης πραγματικές ανάγκες όσον αφορά την αγορά εργασίας μας. Είμαστε και εμείς μια κοινωνία ανθρώπων που έχουν μεταναστεύσει. Ξέρουμε, λοιπόν, τι σημαίνει και πόσο οδυνηρό είναι να φεύγεις από την Ελλάδα σε αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Επομένως, πιστεύω ότι μπορούμε να βρούμε τη σωστή ισορροπία.