Το ότι η Αριστερά ψάχνει αφήγημα ύπαρξης στον εικοστό πρώτο αιώνα το ξέρουμε, το ότι καπηλεύεται καταστάσεις και ανθρώπους κι αυτό το ξέραμε, δεν περιμέναμε να δούμε τη συναυλία-αφιέρωμα στο Μίκη Θεοδωράκη για να το καταλάβουμε, ούτε για να επιβεβαιωθεί η πάγια τακτική επιβίωσής της.
Η χειρότερη μορφή φασισμού είναι η αριστερόστροφη είχε δηλώσει ο αείμνηστος, και σε μια φράση προφανώς περιέγραψε με νηφαλιότητα αντάξια παρασήμου, όλα όσα είχε βιωματικά νιώσει όλα τα χρόνια της ζωής του.
Κάποιοι που χθες παρεβρέθηκαν στο Καλλιμάρμαρο, υπήρξαν μετά βεβαιότητας οι ίδιοι που όταν στα μεγαλειώδη συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, ο Θεοδωράκης ανέβηκε στη σκηνή και είπε τα πράγματα με το όνομα τους, και έβγαλε αυτόν τον τόσο πατριωτικό λόγο, οι ίδιοι λοιπόν τον λοιδόρησαν και του επιτέθηκαν, άρα αν μπορούσαμε να μετρήσουμε από εδώ μέχρι τον ουρανό την υποκρισία τους, θα άγγιζε μετά βεβαιότητας το άπειρο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης επέλεξε στα σοφά του γεράματα να διατελέσει υπουργός στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, επέλεξε να περάσει ένα μήνυμα ενότητας, να γεφυρώσει διάφορές και να εξαφανίσει τα φαντάσματα του διχασμού, αφήνοντάς τα στο παρελθόν, αλλά από ότι φάνηκε, το έδαφος στην Αριστερά δεν υπήρξε έτοιμο για μια τέτοια μετάβαση.
Με τη στάση του αυτή απέδειξε πως υπήρξε ένας άνθρωπος ελεύθερος, όχι στρατευμένος, αλλά μαχόμενος. Η παρακαταθήκη του δεν μπορεί καν να φυλακιστεί σε καμία πολιτική παράταξη, αντιθέτως, το έργο όλης του της ζωής υπερέβη παρατάξεις και φώναζε ότι άνηκε στον ελληνικό λαό.
Η χθεσινή φιέστα αποτέλεσε άλλη μια καπηλεία, άλλη μια οικειοποίηση χωρίς συναίνεση μιας ιερής κληρονομιάς που ανήκει σε όλους τους Έλληνες.
Ακόμα και αν παραβλέψουμε πως τα στερνά τιμούν τα πρώτα, ακόμα κι αν κάνουμε πως δεν είδαμε τα χθεσινά, ένα είναι το βέβαιο, πως αν ο Μίκης είχε φωνή από εκεί που βρίσκεται, θα έκανε ένα κάλεσμα χωρίς χρώμα, χωρίς κόμμα, χωρίς ξένες σημαίες, παρά μόνο με τη γαλανόλευκη.