Το ξέσπασμα της κρίσης στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας είναι γνωστό ότι αποτέλεσε την αφορμή για εκμετάλλευση από συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις και τους υποστηρικτές τους και τη δημιουργία ενός ιδιότυπου εθνικού διχασμού. Με αποκορύφωμα ασφαλώς το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015, όταν ακόμη και οικογένειες κινδύνεψαν με διάλυση λόγω των αντιμαχόμενων στρατοπέδων του «ναι» και του «όχι».
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Δυστυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ και κάποιες ακροαριστερές δυνάμεις, ο διχασμός αυτός και η ανθρωποφαγία ταυτίστηκαν μαζί τους, με πρωταγωνιστικό ρόλο να παίζουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επώνυμοι και κυρίως ανώνυμοι λογαριασμοί-trolls, που συνδέθηκαν ακόμη και με τα... κεντρικά της Κουμουνδούρου.
Ενα από τα χαρακτηριστικά λοιπόν αυτών των trolls είναι οι προσωπικές επιθέσεις και οι δολοφονίες χαρακτήρων, στις οποίες συνεχίζουν να προβαίνουν ανενόχλητοι, σαν να μην πήραν το μάθημά τους από τις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου. Και αφού, λοιπόν, για παράδειγμα, η ήττα του Κώστα Μπακογιάννη στις δημοτικές εκλογές στάθηκε αφορμή για συζήτηση επί των πολιτικών αιτίων αυτής, τα ίδια trolls αποφάσισαν κάτι άλλο: να επιτεθούν στον αποχωρούντα δήμαρχο Αθηναίων μέσω της συζύγου του. Να σχολιάσουν δηλαδή ακόμη και τη στάση του σώματος ή τα λόγια της Σίας Κοσιώνη που συντόνιζε το τηλεοπτικό πάνελ του ΣΚΑΪ τη βραδιά των εκλογών, με χυδαίους χαρακτηρισμούς στη χειρότερη των περιπτώσεων και εξίσου χυδαίο (τάχα) χιούμορ και στην καλύτερη των περιπτώσεων με επίκληση ενός (ξανά τάχα) ασυμβίβαστου λόγω του συζύγου της.
Αυτοί που κόπτονται λοιπόν για το «νόμιμο και το ηθικό» και ξαφνικά αποφάσισαν να εγείρουν ζήτημα δεοντολογίας για την παρουσία της κυρίας Κοσιώνη στην τηλεόραση – λησμονώντας ή, καλύτερα, παραβλέποντας ότι απλώς κάνει τη δουλειά της– είναι οι ίδιοι που δεν έβλεπαν ασυμβίβαστα και άλλα ηθικά ή δεοντολογικά ζητήματα ποτέ όταν επρόκειτο για την «αριστερή διακυβέρνηση».
Χωρίς καμία αιδώ
Διότι τότε ήταν όλα αλλιώς, όπως συνηθίζει να λέει ο Νίκος Παππάς ή ο Παύλος Πολάκης. Διότι τότε, για παράδειγμα, μπορούσαν να υπάρχουν υπουργικά ζεύγη και ζεύγη κρατικών αξιωματούχων και μάλιστα κάποιοι εξ αυτών να μην αρκούνται μόνο σ’ αυτά τα πόστα, αλλά να διορίζουν χωρίς καμία αιδώ τα παιδιά ή άλλους συγγενείς τους στη Βουλή, σε υπουργεία ή σε θέσεις του δημοσίου τομέα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ζεύγος Δρίτσα-Χριστοδουλοπούλου, με τον πρώτο να είναι αρχικά αναπληρωτής και εν συνεχεία υπουργός Ναυτιλίας και τη δεύτερη αντιπρόεδρο της Βουλής, οι οποίοι έκαναν χρήση διάταξης του Κανονισμού της Βουλής –αφού πρώτα τροποποιήθηκε– προκειμένου να πάρει μετάταξη στη Βουλή η κόρη τους. Ή το ζεύγος Παπαδημητρίου-Αντωνοπούλου, με τον πρώτο να είναι υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης και η δεύτερη αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, όταν αποκαλύφθηκε ότι παρά τα εξαψήφια εισοδήματα που δήλωναν στην εφορία η δεύτερη εισέπραττε επίδομα ενοικίου για ένα πολυτελές διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Να σημειωθεί μάλιστα ότι μετά την παραίτησή της λόγω της κατακραυγής για τη σχετική αποκάλυψη, η κυρία Αντωνοπούλου πήρε «προαγωγή» ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ, στο Παρίσι.
Ουδέποτε λοιπόν τέθηκε ζήτημα ασυμβίβαστου ή ηθικής γι’ αυτές και άλλες περιπτώσεις της «αριστερής διακυβέρνησης», όπως ακόμα το ζεύγος Παρασκευόπουλου-Καμτσίδου, με τον πρώτο να είναι υπουργός Δικαιοσύνης και η δεύτερη πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης. Πρόκειται δηλαδή για περιπτώσεις που αφορούν πολιτικά στελέχη και μάλιστα πρώτης γραμμής και όχι απλώς για την περίπτωση μίας δημοσιογράφου-anchorwoman και ενός στελέχους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, παρά τη δεδομένη δημοφιλία του κ. Μπακογιάννη.
Προξενεί όμως εντύπωση ότι σε αυτές τις περιπτώσεις της «αριστερής διακυβέρνησης» τα trolls του Διαδικτύου ήταν... εξαφανισμένα, ενώ τώρα σπεύδουν να επιβεβαιώσουν το γνωστό «δρυός πεσούσης» και να μιλήσουν τάχα για ηθική, δεοντολογία και ασυμβίβαστα. Και μάλλον δεν θα έπρεπε να προξενεί, εάν κάποιος γνωρίζει τη συμπεριφορά τους και τον αγώνα στον οποίο επιδίδονται να παρουσιάσουν το άσπρο-μαύρο και να δολοφονήσουν χαρακτήρες. Προξενεί έτσι περισσότερο θλίψη που εξακολουθούν να «πολιτεύονται» με αυτούς τους όρους, παρά τη δεδομένη αποδοκιμασία της τοξικότητάς τους από τους πολίτες...