Όλο και πιο κοντά σε μια ολική ρήξη φαίνεται να οδηγούνται οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία, μετά την οριστική ακύρωση της συνάντησης Τραμπ - Πούτιν και την υπογραφή από τον Βλαντίμιρ Πούτιν του τερματισμού της συμφωνίας διάθεσης πλουτωνίου με την Ουάσινγκτον.
Η κίνηση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει τη βαθιά ψυχρότητα που επικρατεί πλέον στις διμερείς σχέσεις.
Η συμφωνία, η οποία είχε ως στόχο να αποτρέψει την παραγωγή νέων πυρηνικών όπλων, θεωρούνταν ένα από τα βασικά βήματα αποπυρηνικοποίησης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Ωστόσο, σε συνδυασμό με την πρόσφατη επιτυχημένη δοκιμή ενός νέου πυρηνοκίνητου πυραύλου κρουζ από τη Μόσχα, η Δύση κατηγορεί τη Ρωσία για πυρηνική επιθετικότητα που, σύμφωνα με αναλυτές, εντείνεται από την εισβολή στην Ουκρανία το 2022.
«Παρά τη θετική μας διάθεση για διάλογο με τις ΗΠΑ, η Ρωσία καθοδηγείται από τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα συνεχίσει να είναι», δήλωσε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, απαντώντας στις επικρίσεις του Ντόναλντ Τραμπ για τη δοκιμή του ρωσικού πυραύλου.
Το χρονικό της ακύρωσης
Ο Ρώσος πρόεδρος υπέγραψε την καταγγελία της συμφωνίας που προέβλεπε την απόρριψη 34 τόνων πλουτωνίου από κάθε χώρα — ποσότητα ικανή να παραγάγει περίπου 17.000 πυρηνικά όπλα. Ο νόμος εγκρίθηκε από τη Δούμα στις 8 Οκτωβρίου και από το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο στις 22 Οκτωβρίου, ενώ καταγγέλθηκαν και όλα τα συνοδευτικά πρωτόκολλα.
Η συμφωνία είχε υπογραφεί το 2000 και επικυρωθεί το 2011, αλλά είχε παγώσει το 2016, όταν ο Πούτιν ανέστειλε τη ρωσική συμμετοχή μετά την επιδείνωση των σχέσεων με την κυβέρνηση Ομπάμα. Η ενεργοποίησή της είχε προγραμματιστεί για το 2018, κάτι που τελικά δεν συνέβη.
Η Μόσχα αιτιολόγησε τότε την απόφασή της επικαλούμενη «απειλή για τη στρατηγική σταθερότητα» λόγω των εχθρικών ενεργειών των ΗΠΑ, καθώς και την αδυναμία της Ουάσινγκτον να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για τη διάθεση του πλεονάζοντος πλουτωνίου.
Τα ρωσικά αιτήματα που αγνοήθηκαν
Η Ρωσία είχε υποβάλει μια σειρά όρων για την ανανέωση της συμφωνίας, οι οποίοι δεν έγιναν δεκτοί από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν:
- Άρση όλων των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στη Μόσχα,
- Αποζημίωση για τις οικονομικές ζημίες από τα περιοριστικά μέτρα,
- Μείωση των στρατιωτικών υποδομών και των στρατευμάτων των ΗΠΑ στις χώρες που εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ μετά το 2000.
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, είχαν επιλέξει να απορρίψουν τη ρωσική μέθοδο διάθεσης του πλουτωνίου — τη μετατροπή του σε καύσιμο πυρηνικών σταθμών — κρίνοντάς την ασύμφορη, κάτι που η Μόσχα ερμήνευσε ως παραβίαση της συμφωνίας.
