Ένα νέο ξεκάθαρο πλαίσιο διαχείρισης και αξιοποίησης των δημευμένων από το κράτος περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν από λαθρεμπόριο, ξέπλυμα χρήματος, φοροδιαφυγή και άλλες απάτες – και έχει αποδειχθεί αμετάκλητα ότι αποτελούν προϊόντα εγκλήματος – προωθεί το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Σύμφωνα με ρεπορτα της ΕΡΤ, το πρώτο βήμα έγινε με τη σύσταση (την Παρασκευή) ομάδας εργασίας, με την συμμετοχή στελεχών του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), με έργο τον ορισμό των διαδικασιών «ανοίγματος και καταγραφής του περιεχομένου θυρίδων, για τις οποίες έχει επιβληθεί ή διαταχθεί απαγόρευση κίνησης, κατάσχεση ή δέσμευση». Οι διαδικασίες αφορούν στις περιπτώσεις όπου οι θυρίδες συνδέονται με σοβαρά ποινικά αδικήματα, όπως ξέπλυμα χρήματος, απάτη, λαθρεμπόριο, φοροδιαφυγή και άλλα.
Στόχος είναι, τα περιουσιακά στοιχεία που εντοπίζονται στις θυρίδες και έχουν αποδειχθεί αμετάκλητα ότι αποτελούν προϊόντα εγκλήματος, να δημεύονται από το κράτος. Στη συνέχεια, τα δημευμένα αυτά περιουσιακά στοιχεία – είτε πρόκειται για μετρητά, κοσμήματα, πολύτιμους λίθους, τίτλους ή άλλα αντικείμενα αξίας – θα μπορούν να αξιοποιηθούν, να ρευστοποιηθούν ή να εκποιηθούν μέσω πλειστηριασμών ή άλλων διαδικασιών που θα διασφαλίζουν τη διαφάνεια και το μέγιστο δυνατό όφελος για το Δημόσιο. Τα έσοδα θα κατευθύνονται στην ενίσχυση των κρατικών ταμείων ή στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένων κοινωνικών σκοπών, όπως ορίζει νόμος (5042) που ψηφίστηκε το 2023.
Ο νόμος θεσπίζει κανόνες για την ανίχνευση, δέσμευση, κατάσχεση, διαχείριση και τελική διάθεση (δήμευση και αξιοποίηση) των περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες.
Η φιλοσοφία του νόμου είναι διττή: αφενός να στερήσει από τους εγκληματίες τους καρπούς των παράνομων πράξεων τους και αφετέρου να διασφαλίσει ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία θα επιστρέφουν στην κοινωνία, είτε μέσω της ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων είτε μέσω της διάθεσής τους για κοινωφελείς σκοπούς ή την αποζημίωση των θυμάτων.
Την αναγκαιότητα του νέου νόμου υπαγόρευσε η ασάφεια και ανεπάρκεια του προηγούμενου καθεστώτος και συγκεκριμένα «το αποσπασματικό νομικό πλαίσιο που διέπε την διαχείριση των δεσμευμένων και κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων, αλλά και η παντελής έλλειψη διατάξεων που αφορούσαν στη διαχείριση των δημευμένων περιουσιακών στοιχείων καθιστούσαν δυσχερή τη διαφανή και αποτελεσματική αξιοποίησή τους».
- Ουσιαστικά το κράτος δεν μπορούσε να πάρει στα χέρια του και να αξιοποιήσει την παράνομη λεία των λαθρεμπόρων και φοροφυγάδων που αποκαλύπτονταν από τις ελεγκτικές αρχές.
- Το κενό αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την ανάγκη για συμμόρφωση με ευρωπαϊκές επιταγές, όπως η Οδηγία 2014/42/ΕΕ, που επιτάσσει να γίνεται ανάκτηση και διαχείριση των προϊόντων εγκλήματος.
Η ομάδα εργασίας θα παραδώσει στον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ειδικό σχέδιο, η εφαρμογή του οποίου αναμένεται να καλύψει τα κενά και να αμβλύνει τις αδυναμίες του παρελθόντος, αφήνοντας «με άδεια χέρια» τα παράνομα κυκλώματα.