Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε «αγώνα δρόμου» για να ξεπεράσει τις αντιρρήσεις της βελγικής κυβέρνησης σχετικά με το σχέδιο αξιοποίησης των δεσμευμένων ρωσικών assets για τη χρηματοδότηση της άμυνας της Ουκρανίας, όπως αναφέρει η Wall Street Journal. Σύμφωνα με ευρωπαίους αξιωματούχους, το Κίεβο ενδέχεται να εξαντλήσει τους διαθέσιμους πόρους του την άνοιξη, γεγονός που καθιστά επιτακτική την προώθηση ενός νέου χρηματοδοτικού μηχανισμού.

Το υπό εξέταση σχήμα προβλέπει την παροχή δανείου ύψους 183 δισ. ευρώ (περίπου 213 δισ. δολαρίων) προς την Ουκρανία, με εγγύηση τα δεσμευμένα ρωσικά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στο Βέλγιο. Οι βελγικές αρχές, ωστόσο, θεωρούν ότι το σχέδιο ενέχει σημαντικό νομικό και πολιτικό ρίσκο, καθώς ενδέχεται η χώρα να εκτεθεί σε υποχρεώσεις που θα μπορούσαν να φτάσουν έως και το ένα τρίτο του ΑΕΠ της.

Η πολιτική κατάσταση στο Βέλγιο περιπλέκει την εξίσωση: η κυβερνητική συμμαχία βρίσκεται αντιμέτωπη με δημοσιονομική πίεση, γεγονός που αυξάνει τις απαιτήσεις για ισχυρές εγγυήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρωθυπουργός Μπαρτ Ντε Βέβερ συναντήθηκε με την Πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με στόχο την εξεύρεση συμφωνίας πριν τη σύνοδο κορυφής στα τέλη του επόμενου μήνα.

Η καρδιά της διαμάχης βρίσκεται στις αντικρουόμενες εκτιμήσεις για τον νομικό κίνδυνο. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναγνωρίζουν πιθανά εμπόδια, αλλά τα θεωρούν «ελεγχόμενα», ενώ οι βελγικές αρχές βλέπουν σοβαρή πιθανότητα να χρειαστεί η χώρα να καλύψει μεγάλο μέρος της εγγύησης αν το σχέδιο προσκρούσει σε διεθνείς ή εσωτερικούς νομικούς περιορισμούς.

Το σχέδιο βασίζεται σε μέρος των περίπου 300 δισ. δολαρίων της ρωσικής κεντρικής τράπεζας που έχουν «παγώσει» μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022. Τα δύο τρίτα των περιουσιακών αυτών στοιχείων βρίσκονται στον βελγικό χρηματοοικονομικό οργανισμό Euroclear, ο οποίος διαχειρίζεται για λογαριασμό πελατών του δισεκατομμύρια ευρώ.

Η Ε.Ε. προτείνει τη χορήγηση δανείου στην Ουκρανία με χρήση των χρηματικών αποθεμάτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τη στιγμή που τα ρωσικά assets στην Euroclear έχουν ήδη λήξει. Το Κίεβο θα υποχρεούται να επιστρέψει τα χρήματα μόνο εφόσον η Ρωσία καταβάλει μελλοντικά πολεμικές αποζημιώσεις — ένα σενάριο που λίγοι θεωρούν πιθανό.

Παράλληλα, η Κομισιόν σχεδιάζει συμφωνία με την Euroclear, ώστε να καλύψει ζημιές της εταιρείας αν στο μέλλον χρειαστεί να αποπληρώσει τη Ρωσία. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα εγγυηθούν ότι η Κομισιόν διαθέτει τους αναγκαίους πόρους για μια τέτοια ενδεχόμενη αποπληρωμή. Ωστόσο, το Βέλγιο ζητά άμεσες ταμειακές εγγυήσεις από άλλα κράτη της ΕΕ, σε περίπτωση που η Euroclear βρεθεί υποχρεωμένη να επιστρέψει περιουσιακά στοιχεία στη Ρωσία είτε λόγω δικαστικής απόφασης είτε λόγω μελλοντικής ειρηνευτικής συμφωνίας που θα το επιβάλλει.

Οι βελγικές αρχές εκφράζουν επίσης φόβους για πιθανή ρωσική αντίποινα, όπως κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων βελγικών επιχειρήσεων στη Ρωσία ή ακόμα και κινήσεις φιλικών προς τη Μόσχα κρατών για δέσμευση περιουσιακών στοιχείων της Euroclear εκτός Ευρώπης. Σύμφωνα με πληροφορίες που αναφέρει η WSJ, η Euroclear έχει έκθεση περίπου 17 δισ. ευρώ σε περιουσιακά στοιχεία εντός Ρωσίας.

Ο Ντε Βέβερ πιέζει για τη διεύρυνση του σχεδίου, ώστε να συμμετάσχουν χώρες εκτός ΕΕ — όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία — αντανακλώντας και τις ανησυχίες της Προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία προειδοποίησε για πιθανή απώλεια εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών εάν η Ευρώπη δράσει μόνη της.

Παράλληλα, η G7 εξετάζει εναλλακτικούς τρόπους αξιοποίησης των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, με ορισμένα κράτη — όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Καναδάς — να δηλώνουν πιο πρόθυμα για παραχώρηση των κεφαλαίων στην Ουκρανία. Ωστόσο, Ουάσιγκτον και Τόκιο δεν έχουν ακόμη δώσει σαφή στήριξη.

Η Ε.Ε. εξετάζει και άλλες εναλλακτικές λύσεις χρηματοδότησης, όπως η ανάληψη δανείου από τα κράτη-μέλη. Μια τέτοια επιλογή, όμως, θα απαιτούσε ομοφωνία — συμπεριλαμβανομένης της Ουγγαρίας, η οποία έχει ήδη μπλοκάρει παρόμοια ευρωπαϊκά δάνεια προς την Ουκρανία.

Όπως σημειώνει ο Nicolas Véron του think tank Bruegel, «υπάρχουν εναλλακτικές, αλλά είναι πολύ λιγότερο ελκυστικές και οικονομικά πιο επιβαρυντικές για όλους».