Σκαλί-σκαλί πάει ο Ιγνάθιο
το θάνατό του φορτωμένος.
Γύρευε να ‘βρει την αυγή
μα πουθενά η αυγή δεν ήταν.
Γυρεύει τη σωστή θωριά του
και τ’ όνειρό του αλλάζει δρόμο.
Γύρευε τ’ όμορφο κορμί του
και βρήκε το χυμένο του αίμα.
Το ποίημα που έγραψε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα για τον φίλο του ταυρομάχο Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχία μοιάζει με προφητεία της ίδιας της μοίρας του ποιητή, που δολοφονήθηκε πριν από 84 χρόνια, σαν σήμερα.
Ο παγκόσμιος Ανδαλουσιανός ποιητής, δραματουργός, μουσικός, ο δημοκράτης Λόρκα δολοφονήθηκε από εθνικιστές στο Βιθνάρ, κοντά στη Γρανάδα, στις 19 Αυγούστου του 1936, σε ηλικία 38 ετών, έναν μήνα μετά το πραξικόπημα του Φράνκο που πυροδότησε τον ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Ο μύθος του παραμένει πάντα ισχυρός, ενώ το έργο του μεταφράστηκε, μελοποιήθηκε, ενέπνευσε και αγαπήθηκε ιδιαίτερα -όσο λίγων ξένων δημιουργών- στην Ελλάδα.
Ήταν το 1937, έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του ποιητή, όταν ο Στρατής Τσίρκας μαζί με τον Αμερικανό ποιητή Λάνγκστον Χιουγκ συνέταξαν τον περίφημο Όρκο στον Λόρκα, που υπογράφηκε από 40 συγγραφείς συμετέχοντες, όπως και εκείνοι, στο «Β’ Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων στο Παρίσι για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας εναντίον του Πολέμου και του Φασισμού». Ανάμεσα στους υπογράφοντες τον Όρκο ήταν οι Λουί Αραγκόν, Μπέρτολντ Μπρέχτ, Πάμπλο Νερούντα, Τριστάν Τζαρά, Ηλία Έρενμπουργκ, Αλέξης Τολστόη, Πωλ Βαγιάν Κουτυριέ, Νικόλας Γκιλλιέν, Ιβάν Γκόλλ, Λυκ Ντεκών, Ρομπέρ Ντεσνός, Γιόχαν Μπέχερ, Νάνσυ Κιούναρντ, Αλέχο Καρπαντιέ.
Με αφορμή την επέτειο των 84 χρόνων από τη δολοφονία του Λόρκα, το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων δημοσιεύει απόσπασμα από κείμενο του Στρατή Τσίρκα στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1962, δίνοντας το κλίμα εκείνου του συνεδρίου, το οποίο ξεκίνησε τις εργασίες του στη Βαλένθια, στις 4 Ιουλίου του 1937, που βρισκόταν υπό τον έλεγχο της δημοκρατικής κυβέρνησης, και κάτω από τις βόμβες χιτλερικών αεροπλάνων αναγκάστηκε να μεταφερθεί στο Παρίσι, στο θέατρο της Πορτ Σεν Μαρτέν, όπου ολοκληρώθηκε.
Όρκος των ποιητών στον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
του Στρατή Τσίρκα
[…] Δευτέρα 19 Ιουλίου. Είναι η τελευταία μέρα του συνεδρίου. Από τ’ απόγευμα η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, του Νταλαντιέ και του Μπλουμ, παράταξε τη Δημοκρατική Φρουρά σε διπλή στοίχιση στην είσοδο του θεάτρου. Χρυσές περικεφαλαίες, αλογοουρές σιρίτια, γυμνά σπαθιά. Σε κάθε σύνεδρο που πατάει το κόκκινο χαλί της τιμητικής εισόδου παρουσιάζουν αρμ!
Στο μπιστρό, πλάι στην είσοδο του θεάτρου, καθισμένος με τον «μεγάλο μου αδελφό» Λάνγκστον Χιουγκ πίνουμε έναν άνοστο, νερουλιασμένο καφέ. Από την πρώτη μέρα μία κεραυνοβόλα φιλία μάς έχει κάνει αχώριστους. […] Ο Λάνγκστον βλέπει τις περικεφαλαίες της Φρουράς, τα σπαθιά και κουνά μελαγχολικά το κεφάλι. Αυτά τα ίδια σπαθιά, στα σύνορα των Πυρηναίων εμπόδιζαν τους αντιφασίστες εθελοντές να περάσουν για να σώσουν τη Μαδρίτη.
Το συνέδριο τόνωσε την αποφασιστικότητά μας, μα η έκβαση της μάχης άρχισε να είναι αμφίβολη. Μας περιμένουν σκληρά και αδυσώπητα χρόνια, γεμάτα αίματα και δάκρυα. Το μέγεθος του εγκλήματος έδειχνε ίσα-ίσα ως πού ήταν αποφασισμένος να φτάσει ο φασισμός. Γκουέρνικα και Λόρκα, ανάμεσα σ’ αυτά τα σύμβολα χαράζονταν ο αυριανός γολγοθάς της ανθρωπότητας.
-Καλή και άξια η συμβουλή του Βαγιάν Κουτυριέ λέω στον Λάνγκστον. Καλό και το ψήφισμα της αλληλεγγύης. Μα θάθελα κάτι άλλο, ένα πρωτόκολλο τιμής, απ’ εδώ οι ποιητές, απ’ εκεί ο Λόρκα. Κάτι που να τους δένει στα δύσκολα χρόνια που έρχονται. Έτσι το νιώθω ν’ ανεβαίνει σαν ύμνος, σαν όρκος.
Ο Λάνγκστον βγάζει αμέσως μολύβι και χαρτί
-Γράψτο!
-Μα…
-Γράψτο, γρήγορα.
Παίρνει κι εκείνος μολύβι και χαρτί. Γράφω ελληνικά, του μεταφράζω γαλλικά κι εκείνος στο δικό του το γράφει εγγλέζικα. Όπου σκοντάφτω με βοηθάει: « Του ζωντανού λόγου» «μα και με τη ζωή μας». Ξαναδιαβάζουμε το κείμενο, το καθαρογράφει στ’ αγγλικά και μου δίνει να υπογράψω. Μεγάλος σταυρός! Κλείνω τα μάτια και ρίχνομαι στο νερό. Υπογράφει από πίσω μου.
Στ΄όνομά σου Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
που πέθανες στην Ισπανία για τη λευτεριά του ζωντανού λόγου,
εμείς, ποιητές από πολλές χώρες του κόσμου, που
μιλάμε και γράφουμε σε διάφορες γλώσσες,
ορκιζόμαστε εδώ πέρα, όλοι μαζί,
πως τ’ όνομά σου δεν θα ξεχαστεί ποτέ πάνω στη γη,
και στ’ όνομά σου, όσο που θα υπάρχει τυραννία και καταπίεση
να τις καταπολεμούμε, όχι μονάχα με τον λόγο
μα και με τη ζωή μας».
[…] Το πορτραίτο του Λόρκα κατεβαίνει αργά τον θόλο της σκηνής, απ’ όπου μας κύτταζε με τα πυκνά του φρύδια πέντε μέρες τώρα. Μόλις αρχίζει την απαγγελία του όρκου ο Αραγκόν με καμπανιστή φωνή, ένα ρίγος στην αίθουσα κι ύστερα μία ιερή σιωπή. Κι όταν ένα ένα πέφτουνε τα μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας ποίησης, το θέατρο σειέται ολόκληρο από αλλαλαγμούς και χειροκροτήματα […].