Στα όρια του SLAPP θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι η μήνυση που κατέθεσε ο Νίκος Ανδρουλάκης κατά ενός –άσχετου και ανίδεου, κατά πώς φαίνεται, με την υπόθεση– εργαζόμενου για το θέμα των μολυσμένων μηνυμάτων από το περιλάλητο Predator.

Γράφει ο Ειδικός Συνεργάτης

Ο Ανδρουλάκης (σ.σ.: η αλήθεια είναι πως κάνει φιλότιμες προσπάθειες για να επαναφέρει στην πολιτική συζήτηση μια υπόθεση για την οποία ο Αρειος Πάγος έχει αποφανθεί οριστικά και αμετάκλητα) κατηγορεί, εμμέσως πλην σαφώς, και τη δικαιοσύνη γιατί, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, δεν κάλεσε τον κρεοπώλη στο επάγγελμα Α.Κ. που μέσω προπληρωμένης κάρτας στο όνομά του φέρεται να είχαν πληρωθεί μολυσμένα SMS με το κακόβουλο λογισμικό Predator.

Σύμφωνα με δημοσίευμα εφημερίδας, στη μήνυση που κατέθεσε ο Νίκος Ανδρουλάκης αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «ανεξαρτήτως του γνωστού πορίσματος στο οποίο κατέληξε ο επιληφθείς εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο εδώ μηνυόμενος ουδέποτε κλήθηκε ως ύποπτος, ούτε με άλλο τρόπο ερευνήθηκαν οι συγκεκριμένες ενέργειες».

Πάντως οι δημοσιογράφοι του inside story ισχυρίζονται ότι στην κουβέντα που είχαν με τον κρεοπώλη στο επάγγελμα Α.Κ. «φάνηκε να μη γνωρίζει καθόλου την υπόθεση των υποκλοπών, παραδέχθηκε ότι η συγκεκριμένη χρεωστική κάρτα είχε όντως εκδοθεί από τον ίδιο, πως δεν την είχε χρησιμοποιήσει ποτέ και πως δεν γνώριζε καν πού είναι. Για την κάρτα (που έληξε πριν κάποιους μήνες) δεν δήλωσε ποτέ απώλεια στην τράπεζα». Στην ερώτηση αν έχει δώσει την κάρτα σε κάποιο άλλο άτομο ή αν προέβη σε αγορές υπηρεσιών αποστολής SMS εκ μέρους άλλου προσώπου «η απάντηση ήταν αρνητική και πως δεν είχε βάλει ποτέ λεφτά σε αυτήν την κάρτα».

Θυμίζουμε ότι στις 30 Ιουλίου 2024, σύμφωνα με ανακοίνωση του Αρείου Πάγου «ολοκληρώθηκε η προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση των υποκλοπών, μετά από (2) δύο περίπου έτη συνολικά, (9) εννέα δε μόλις μήνες από την αναβάθμιση της έρευνας, με την ανάθεσή της από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προσωπικά στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, λόγω της μείζονος σημασίας της υπόθεσης και προς αποτροπή του κινδύνου παραγραφής των ερευνωμένων πράξεων. Ο χρόνος εκτιμάται ως ο απολύτως απαραίτητος ενόψει της ασυνήθιστης έκτασης της έρευνας και της σε βάθος διερεύνησης κάθε πτυχής της υπόθεσης. Ικανοποιήθηκαν ακόμη όλα τα αιτήματα των εμπλεκομένων, συμπεριλαμβανομένης και της Δικαστικής Πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε στα αρχεία της ΕΥΠ από δύο πραγματογνώμονες, παρουσία του ως άνω εισαγγελικού λειτουργού. Η προκαταρκτική εξέταση κατέληξε σε ένα απολύτως εμπεριστατωμένο πόρισμα 300 περίπου σελίδων, που ο ανωτέρω Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπέβαλε στην Εισαγγελέα, η οποία συμφώνησε τόσο με το νομικό όσο και με το ουσιαστικό περιεχόμενό του».

Από το πιο πάνω πλούσιο αποδεικτικό υλικό συνάγεται, όπως τονίζεται, «αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛΑΣ (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού».