Η προ ημερών επιλογή του πρωθυπουργού Χρίστιαν Μίτσκοσκι να αναφερθεί στο «Μακεδονικό» ως «άλυτο» και «υπαρκτό» ζήτημα τροφοδοτεί αχρείαστα πάθη μεταξύ Αθήνας-Σκοπίων και μετατρέπει τη στασιμότητα στις διμερείς σχέσεις σε μια κατάσταση πολύ χαμηλού βαρομετρικού. Ταυτόχρονα, η επίκληση ενός ζητήματος με αναθεωρητικά και αλυτρωτικά στοιχεία κρύβει τον κίνδυνο αφενός να κλείσει οριστικά η πόρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στο μικρό βαλκανικό κράτος και αφετέρου να του στερήσει καλές και λειτουργικές σχέσεις με την Ελλάδα, τη μόνη χώρα στη Χερσόνησο του Αίμου που δεν έχει εδαφικές βλέψεις εναντίον του.
Το «Μακεδονικό» –που την περασμένη εβδομάδα ο κ. Μίτσκοσκι περιέγραψε σε συμπατριώτες του στο Νιου Τζέρσι των Ηνωμένων Πολιτειών ως «ένα ζήτημα ανεπίλυτο που σιγοκαίει επί αιώνες και διαρκεί και συνεχίζει να υπάρχει»– επιλύθηκε πολυαίμακτα τον 20ό αιώνα. Στους Βαλκανικούς Πολέμους, το 1912 και το 1913, Ελλάς, Σερβία και Βουλγαρία πολέμησαν και κέρδισαν τα εδάφη της ιστορικής περιοχής της Μακεδονίας, η οποία τότε αποτελούσε τμήμα της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Συμφωνία των Πρεσπών, που συνομολογήθηκε μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων το 2018, δεν επέλυσε κάποιο «Μακεδονικό», αλλά διευθέτησε το ζήτημα της ονομασίας του κράτους που προέκυψε στα βόρεια σύνορα της Ελλάδος μετά το 1991.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, και παρότι ο Βορειομακεδόνας πρωθυπουργός δεν αναφέρθηκε ονομαστικά στη χώρα μας, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αντέδρασε έντονα. Η ελληνική διπλωματία ξεκαθάρισε ότι οι δηλώσεις για ένα ζήτημα «που έχει επιλυθεί, ως γνωστόν, οριστικά και αμετάκλητα» αποτελούν πρόκληση και σημείωσε ότι η πρόοδος στις διμερείς σχέσεις και η συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της Βόρειας Μακεδονίας απαιτούν πλήρη σεβασμό της Συμφωνίας των Πρεσπών αλλά και «αποχή από αλυτρωτικές διακηρύξεις και αξιώσεις εις βάρος γειτονικών χωρών».
Την επομένη, ο κ. Μίτσκοσκι επιχείρησε να αναδιπλωθεί και υποστήριξε ότι οι δηλώσεις του αφορούσαν τη Βουλγαρία. Συγκεκριμένα, έκανε λόγο ότι εξεπλάγη από την ελληνική αντίδραση, εντούτοις ανέφερε ότι δεν επιθυμεί τη μετατροπή της συζήτησης σε μια «ατέρμονη διαδικασία». Εν συνεχεία, τόνισε ότι τα Σκόπια δεν έχουν ενταχθεί στην ΕΕ λόγω «διμερών ζητημάτων», ενώ πρόσθεσε ότι «δεν μπορούμε να πούμε πως το “μακεδονικό ζήτημα” έχει κλείσει όταν το ΕΔΑΔ έχει εκδώσει αποφάσεις υπέρ των “Μακεδόνων” που ζουν στη Βουλγαρία, οι οποίες λένε ότι η βουλγαρική κοινωνία δεν σέβεται τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα της εκεί μακεδονικής κοινότητας».
Η Αθήνα έκανε ξεκάθαρη τη θέση της στα Σκόπια, δίχως τη διάθεση για περαιτέρω ένταση. Για τον λόγο αυτό φαίνεται ότι δεν κλήθηκε για εξηγήσεις στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών η πρέσβης της Βόρειας Μακεδονίας στην Αθήνα, Λίντια Μπόσκοφσκα.
Έμπειροι παρατηρητές των βαλκανικών δρώμενων υπογράμμιζαν στο «Μανιφέστο» ότι η βορειομακεδονική διασπορά στις ΗΠΑ είναι από τις πιο σκληροπυρηνικές και αποτέλεσε σημαντικό χρηματοδότη του VMRO – DPMNE σε δύσκολες για το κόμμα εποχές.
Ένα άλλο στοιχείο που έχει ενδιαφέρον –και φανερώνει πολλά– είναι η αναντιστοιχία της συμπεριφοράς του πρωθυπουργού της Βόρειας Μακεδονίας σε δημόσιο και «ιδιωτικό» επίπεδο. Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο κ. Μίτσκοσκι μετείχε σε διευρυμένη σύνοδο των ηγετών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), η οποία πραγματοποιήθηκε στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Μανιφέστο», κατά τη διάρκεια της συνόδου στην οποία ήταν παρών ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο Βορειομακεδόνας ήταν «τύπος και υπογραμμός» και δεν του ξέφυγε ούτε… τελεία, αναθεωρητική, σκωπτική ή οτιδήποτε.
Ο παράγων Σόφια
Ο βασικός ανασταλτικός παράγων στην ευρωπαϊκή πορεία των Σκοπίων είναι η Σόφια, η οποία θέτει «φρένο» στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της γειτονικής της χώρας ζητώντας ως προϋπόθεση για την έναρξή τους την αλλαγή του συντάγματος της Βόρειας Μακεδονίας και την κατοχύρωση των Βουλγάρων που ζουν εντός της ως αναγνωρισμένη μειονότητα.
Αξιωματούχοι που έχουν εμπλακεί έντονα σε βαλκανικές διαπραγματεύσεις εξηγούσαν στο «Μανιφέστο» ότι διαχρονικά η Σόφια κρυβόταν πίσω από την ελληνική άρνηση για την ευρωπαϊκή προοπτική των Σκοπίων. Μόλις αυτή ήρθη μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, το 2020, το βουλγαρικό κράτος έθεσε την ανωτέρω προϋπόθεση περί συνταγματικής τροποποίησης. Μάλιστα, προκειμένου να ισχυροποιήσει την εθνική θέση, η βουλγαρική βουλή υιοθέτησε και ένα σχετικό ψήφισμα.
Ωστόσο, μετά τις εκλογές του περασμένου έτους, η νέα κυβέρνηση του VMRO – DPMNE υπό τον Χρίστιαν Μίτσκοσκι τόνισε ότι οι συνταγματικές τροποποιήσεις για αναγνώριση βουλγαρικής μειονότητας δεν θα προχωρήσουν, εάν δεν υπάρξουν εγγυήσεις ότι η Βουλγαρία δεν θα ασκήσει ξανά στο μέλλον βέτο.