Ο Ρόι Λίχτενσταϊν είναι γνωστός, μαζί με τον Άντι Γουόρχολ και τον Κιθ Χάρινγκ, ως ένας από τους πιο παραγωγικούς καλλιτέχνες του κινήματος της Pop Art. Ωστόσο, το ύφος του υπήρξε αντικείμενο έντονης κριτικής την εποχή που εμφανίστηκε.
Οι επιρροές της Pop Art χαρακτηρίστηκαν ανούσιες και χαμηλού επιπέδου και προκάλεσαν συζητήσεις γύρω από τον πραγματικό ορισμό της «τέχνης». Σήμερα θεωρείται ο δημιουργός που κατόρθωσε να φέρει τη γλώσσα των κόμικς και τις τεχνικές μαζικής παραγωγής στο επίκεντρο της σύγχρονης τέχνης.
Με αφορμή τον θάνατο του καλλιτέχνης σαν σήμερα το 1997 θυμηθήκαμε 10 γεγονότα της ζωής και της πορείας του που καθόρισαν την σπουδαία καριέρα του.
Τα πρώτα χρόνια και τα ενδιαφέροντά του
Γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1923, ο Λίχτενσταϊν μεγάλωσε στο Upper West Side. Από παιδί επισκεπτόταν συχνά το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MoMA), ενώ έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αεροπλάνα, φτιάχνοντας μινιατούρες και αργότερα εκπαιδευόμενος ως πιλότος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν επίσης μουσικά ταλαντούχος: έπαιζε πιάνο και κλαρινέτο και στο λύκειο είχε φτιάξει μια τζαζ μπάντα.
Σπουδές και καλλιτεχνική εκπαίδευση
Μετά το λύκειο, ο Λίχτενσταϊν σπούδασε Καλές Τέχνες στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, παρακολουθώντας μαθήματα σχεδίου, ιστορίας και λογοτεχνίας. Εκείνη την περίοδο πειραματίστηκε με τον Κυβισμό, τον Εξπρεσιονισμό και αργότερα με τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό.
Ο πόλεμος και η καλλιτεχνική του στροφή
Το 1943 στρατολογήθηκε στον αμερικανικό στρατό και υπηρέτησε στην Ευρώπη μέχρι το 1946. Η εμπειρία αυτή επηρέασε βαθιά τη θεματολογία του. Δεν είναι τυχαίο ότι έργα όπως το “Whaam!” (1963) απεικονίζουν στρατιωτικά αεροπλάνα και σκηνές μάχης, με σαφή αναφορά στα κόμικς της εποχής.
Επηρεάστηκε από τον Κυβισμό, τον Εξπρεσιονισμό και τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό
Μετά την αποφοίτησή του, έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη, στην Carlebach Gallery, παρουσιάζοντας τρισδιάστατα έργα από ξύλο, μέταλλο και αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Εκείνη την περίοδο, η τέχνη του είχε στοιχεία Κυβισμού και Εξπρεσιονισμού. Αργότερα έζησε για έξι χρόνια στο Κλίβελαντ και έπειτα επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, όπου δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Πολιτείας του Oswego. Τότε ενσωμάτωσε τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό στο έργο του.

Ο γιος του ενέπνευσε το χαρακτηριστικό του ύφος
Το 1961, το έργο “Look Mickey” αποτέλεσε την αφετηρία της χαρακτηριστικής του αισθητικής, με έντονα περιγράμματα, βασικά χρώματα και τη χρήση των διάσημων Ben-Day dots. Σύμφωνα με την παράδοση, η έμπνευση ήρθε από τον ίδιο του τον γιο, ο οποίος του είπε αστειευόμενος ότι «δεν μπορεί να ζωγραφίσει τόσο καλά όσο τα κόμικς με τον Μίκυ Μάους».
Κριτική και αναγνώριση
Παρά την πρωτοτυπία του, ο Λίχτενσταϊν κατηγορήθηκε από πολλούς ως «αντιγραφέας» των κόμικς και της λαϊκής κουλτούρας. Το περιοδικό LIFE μάλιστα είχε δημοσιεύσει άρθρο με τίτλο «Είναι ο χειρότερος καλλιτέχνης της Αμερικής;». Ωστόσο, οι τολμηρές επιλογές του γρήγορα κέρδισαν έδαφος και, χάρη στη συνεργασία του με τη γκαλερί του Λέο Καστέλι, τα έργα του εκτέθηκαν δίπλα σε εκείνα του Άντι Γουόρχολ και έγιναν ανάρπαστα.
Χρησιμοποίησε εμπορικές τεχνικές
Κατηγορήθηκε επίσης για έλλειψη καλλιτεχνικής φαντασίας. Ωστόσο, αυτό ήταν σκόπιμο: ήθελε τα έργα του να μοιάζουν σαν τυπωμένα κόμικ. Χρησιμοποιούσε τελείες Ben-Day και περιορισμένη παλέτα τεσσάρων χρωμάτων (όπως στην αφισογραφία), για να πετύχει το εφέ που ήθελε.
Η διαδικασία του περιλάμβανε: σχέδιο του θέματος σε μικρή κλίμακα, προβολή του σε μεγάλο καμβά, περίγραμμα και μετά χρωματισμό με τελείες Ben-Day, την παλέτα του και έντονα περιγράμματα.

Η δουλειά του έγινε δημοφιλής τη δεκαετία του 1960
Διδάσκοντας σε πανεπιστήμια, γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Άλαν Κάπροου και ο Τζορτζ Σιγκάλ. Ο Κάπροου, βλέποντας τη ριζοσπαστικότητα των έργων του, τον σύστησε σε εμπόρους τέχνης της Νέας Υόρκης. Ο σημαντικότερος ήταν η γκαλερί του Λέο Καστέλι, κορυφαίου εμπόρου σύγχρονης τέχνης. Παρά τις επιφυλάξεις του, ο Καστέλι τον εκπροσώπησε και οργάνωσε έκθεση όπου συμμετείχαν επίσης οι Γουόρχολ, Σιγκάλ και Ρόζενκουιστ. Η έκθεση ξεπούλησε και έκανε τον Λίχτενσταϊν διαβόητο στον κόσμο της τέχνης.
Εφηύρε τον περιστρεφόμενο καβαλέτο
Για να διευκολύνει εμπορικές παραγγελίες, δημιούργησε έναν περιστρεφόμενο καβαλέτο που του επέτρεπε να ζωγραφίζει από οποιαδήποτε γωνία. Ήταν ο πρώτος του είδους του και αποτέλεσε πρωτότυπο για μεταγενέστερους τύπους περιστρεφόμενων καβαλέτων.
Ο πιο ακριβός του πίνακας ήταν σε ύφος Κυβισμού
Αν και έγινε διάσημος για τα κόμικ και τις τελείες Ben-Day, δημιούργησε και σημαντικά έργα σε άλλα στυλ. Ο πίνακας Woman with Flowered Hat (1963), σε ύφος Κυβισμού, πουλήθηκε το 2013 για 56,1 εκατομμύρια δολάρια —το ακριβότερο έργο του. Είχε εμπνευστεί από το Dora Maar au Chat (1941) του Πάμπλο Πικάσο και είχε τυπική κυβιστική σύνθεση, αλλά η χρήση των βασικών χρωμάτων παραπέμπει στο γνώριμο ύφος του Λίχτενσταϊν.