Στην Ελλάδα έχουμε μια περίεργη εμμονή: να απαιτούμε από κάθε κυβέρνηση να μας κάνει Ελβετία μέσα σε χρόνο μηδέν. Παροχές, επιδόματα, φοροαπαλλαγές και γενναιοδωρίες «τύπου Τσοβόλα», λες και ξεχάσαμε ότι πριν δέκα χρόνια φλερτάραμε με το Grexit και χτίζαμε την καθημερινότητά μας με δανεικά. Όσοι θέλουν όλα και αμέσως, αρνούνται να δουν την πραγματική διαδρομή που έκανε η χώρα αυτά τα χρόνια.
Από το 2019 μέχρι σήμερα, η Ελλάδα βρέθηκε απέναντι σε πρωτοφανείς κρίσεις. Υβριδική επίθεση στον Έβρο, παγκόσμια πανδημία που πάγωσε τον πλανήτη, ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ενεργειακό τσουνάμι που σάρωσε ολόκληρη την Ευρώπη. Και όμως, η κοινωνία έμεινε όρθια, γιατί υπήρχε σχέδιο, ψυχραιμία και αποφασιστικότητα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μείωσε πάνω από 70 φόρους, έδωσε στοχευμένες ενισχύσεις στους πιο αδύναμους, απογείωσε τις επενδύσεις και έφερε την ανεργία στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2008. Ο τουρισμός κατέγραψε αλλεπάλληλα ρεκόρ, το κράτος ψηφιοποιήθηκε όσο ποτέ, οι Ένοπλες Δυνάμεις θωρακίστηκαν, και η χώρα απέκτησε βαρύ διπλωματικό αποτύπωμα, με κορυφαία στιγμή την εμβληματική ομιλία του Πρωθυπουργού στο Κογκρέσο των ΗΠΑ. Σήμερα, η ελληνική οικονομία αναγνωρίζεται διεθνώς ως ιστορία επιτυχίας – και αυτό δεν είναι σύνθημα, είναι καταγεγραμμένη πραγματικότητα.
Όμως εδώ, αντί να συζητούμε πώς θα συνεχιστεί αυτή η ανοδική πορεία, κάποιοι αρκούνται στη μόνιμη κασέτα της γκρίνιας. Θέλουν να μοιράζονται χρήματα που δεν υπάρχουν, να υπόσχονται ανέξοδα λαγούς με πετραχήλια, λες και δεν ζήσαμε την καταστροφή της σπατάλης και των ψευδαισθήσεων.
Η διαφορά είναι ξεκάθαρη: η Ελλάδα χτίζει μέλλον με ρεαλισμό, ενώ οι επικριτές χτίζουν αφηγήματα μιζέριας. Και όσο η χώρα προχωρά, η γκρίνια τους μένει απλώς πίσω.