Την πλήρη εργαλειοποίηση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας είχε επιλέξει ο Αλέξης Τσίπρας το (όχι και τόσο μακρινό) 2015. Μοναδικός του στόχος: να αναλάβει την εξουσία, όποιο και αν είναι το κόστος για την Ελλάδα. Και τα κατάφερε.

Μια διαδικασία θεσμικά θωρακισμένη για να εξασφαλίζει τη συνέχεια και τη σταθερότητα του κράτους μετατράπηκε σε πολιτικό όπλο για την ανατροπή της κυβέρνησης συνεργασίας Σαμαρά-Βενιζέλου.

Η υποψηφιότητα του Σταύρου Δήμα, ενός ανθρώπου με διεθνές κύρος και εμπειρία (για τον οποίο ο Αλ. Τσίπρας είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια), δεν ήταν ποτέ το πρόβλημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι σύμμαχοί του, ΑΝΕΛ και ΔΗΜΑΡ, είχαν… προαποφασίσει ότι δεν θα επιτρέψουν την εκλογή Προέδρου, καθώς το διακύβευμα δεν ήταν ποιος θα καταλάβει το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, αλλά πώς θα προκαλέσουν πρόωρες εκλογές.

Ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύτηκαν το θεσμικό κενό που επέτρεπε τότε (με συνταγματική αναθεώρηση αργότερα άλλαξε το καθεστώς) την καταψήφιση ενός Προέδρου της Δημοκρατίας ως εργαλείο για την πτώση της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά.

Η πολιτική αυτή επιλογή δεν βασιζόταν σε κάποια εναλλακτική πρόταση, αλλά στην ευκαιρία να καταλάβουν την εξουσία.

Μικροπολιτική παρακμή

Η διαδικασία στη Βουλή ήταν περισσότερο θέαμα παρά πολιτικός διάλογος ουσίας που θα είχε πραγματικό αντίκτυπο. Στις τρεις κρίσιμες ψηφοφορίες, ο Σταύρος Δήμας συγκέντρωσε 168 ψήφους απέχοντας 12 από το όριο των 180.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛ και τη ΔΗΜΑΡ επέλεξαν τη στρατηγική του «παρών», μπλοκάροντας κάθε προοπτική συναίνεσης. Μάλιστα, ενώ αρχικά ο Φώτης Κουβέλης φέρεται να είχε αποδεχθεί την προοπτική να αναλάβει ο ίδιος την Προεδρία, άλλαξε στάση, εντασσόμενος στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι καταγγελίες περί «εξαγοράς βουλευτών» και οι… παραστάσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα, με πρωταγωνιστές στελέχη των ΑΝΕΛ, δηλητηρίασαν περαιτέρω το πολιτικό κλίμα.

Η Βουλή μετατράπηκε σε πεδίο μικροπολιτικών παιχνιδιών. Οι ανεξάρτητοι βουλευτές, από τους οποίους το Μέγαρο Μαξίμου προσδοκούσε στήριξη, δέχονταν ασφυκτικές πιέσεις, ενώ οι καταγγελίες για «αποστασίες» δημιούργησαν κλίμα καχυποψίας και πολιτικής παρακμής.

Ο Αλέξης Τσίπρας και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν κάθε μέσο για να ελέγξουν το αποτέλεσμα – από σκιώδεις συμφωνίες έως εκφοβισμούς και πολιτική λάσπη.

Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ στέφθηκε με επιτυχία, αλλά η χώρα πλήρωσε βαρύ τίμημα. Η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου ανέλαβε με υποσχέσεις που γρήγορα αποδείχθηκαν ανεκπλήρωτες.

Οι δηλώσεις για «νταούλια που θα χορέψουν τις αγορές» και για «κατάργηση των μνημονίων με έναν νόμο και ένα άρθρο», έγιναν οδυνηρές αναμνήσεις.

Βουτιά στο αδιέξοδο

Η έλλειψη σχεδίου και η σύγκρουση με τους δανειστές οδήγησαν τη χώρα σε οικονομική ασφυξία. Η επιβολή capital controls, με τις κλειστές τράπεζες και τις ουρές στα ΑΤΜ, έγινε το σύμβολο μιας αποτυχημένης πολιτικής διαχείρισης.

Το κόστος για την οικονομία ήταν ανυπολόγιστο, με τις τράπεζες να χάνουν την αξία τους, τις επιχειρήσεις να υποφέρουν και την εμπιστοσύνη στις αγορές να καταρρέει.

Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειοποίηση της προεδρικής εκλογής από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν απλώς πολιτική τακτική. Ήταν συνειδητή επιλογή να θυσιαστεί η σταθερότητα της χώρας στον βωμό της εξουσίας. Αντί να αναζητήσει συναινέσεις, ο Αλέξης Τσίπρας χρησιμοποίησε τη Βουλή ως μέσο για να προκαλέσει πολιτική κρίση.

Η Ελλάδα βυθίστηκε σε οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα. Τα επιτεύγματα της προηγούμενης κυβέρνησης διαγράφηκαν, ενώ η ευκαιρία να σταθεί η χώρα στα πόδια της χάθηκε μέσα σε λίγους μήνες.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επιδείξει υπευθυνότητα, η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε βγει νωρίτερα από τα μνημόνια και να δανείζεται με χαμηλότερο κόστος από τις αγορές. Αντί γι’ αυτό, επέλεξε τον δρόμο του διχασμού και της καταστροφικής πολιτικής.

Η ιστορία, εξάλλου, έχει ήδη κρίνει αυστηρά την επιλογή αυτή, όπως και το κόστος που πλήρωσε η χώρα για τον οπορτουνισμό μιας παράταξης που έβαλε το κόμμα πάνω από την πατρίδα.