Το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας, που ψηφίζεται σήμερα στη Βουλή, εισάγει ένα σύγχρονο πλαίσιο για την οργάνωση του χρόνου εργασίας, με στόχο να ανταποκριθεί τόσο στις ανάγκες των εργαζομένων όσο και των επιχειρήσεων. Η ευελιξία στο ωράριο, οι γρήγορες διαδικασίες προσλήψεων και αποχωρήσεων και η ενίσχυση της ψηφιακής λειτουργίας αποτελούν τα βασικά «εργαλεία» του νέου πλαισίου.
Με την καθιέρωση της ψηφιακής κάρτας και τη δυνατότητα διευθέτησης του χρόνου εργασίας σε εβδομαδιαία, μηνιαία ή ετήσια βάση, διευκολύνεται η λειτουργία της αγοράς εργασίας, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η έλλειψη προσωπικού αποτελεί σημαντικό πρόβλημα. Το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο εργαζόμενος μπορεί να εργαστεί έως και 13 ώρες ημερησίως για έναν εργοδότη, με προσαύξηση 40% στην αμοιβή του, ενώ διασφαλίζεται ρητά ότι δεν μπορεί να απολυθεί αν αρνηθεί να εργαστεί υπερωριακά.
Η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, ξεκαθαρίζει ότι «το 8ωρο και το 40ωρο την εβδομάδα όχι μόνο δεν καταργούνται, αλλά θωρακίζονται ακόμη περισσότερο μέσα από τη χρήση της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας». Όπως τονίζει, το νομοσχέδιο «ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σύγχρονης οικονομίας και διαμορφώθηκε μέσα από τη συνεργασία με τους ίδιους τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις».
Από την πλευρά του, ο γενικός γραμματέας Εργασίας, Νίκος Μηλαπίδης, αναφέρεται στην ανάγκη καλλιέργειας κουλτούρας καλής πίστης στις εργασιακές σχέσεις, διευκρινίζοντας ότι «ο χρόνος εργασίας δεν καθορίζεται μονομερώς από τον εργοδότη, καθώς η νομοθεσία προβλέπει σαφή όρια». Όπως σημειώνει, το ανώτατο όριο παραμένει στις 40 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας και 48 ώρες μαζί με την υπερεργασία ή την υπερωρία, ενώ οι υπερωρίες δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις 150 ετησίως. Επιπλέον, η άρνηση υπερωριακής απασχόλησης δεν μπορεί να επιφέρει δυσμενείς συνέπειες ή απόλυση.
Οφέλη για τους εργαζομένους
Το νέο πλαίσιο προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα για όσους εργάζονται:
- Ευέλικτο ωράριο: Επεκτείνεται η δυνατότητα 13ωρης απασχόλησης και σε εργαζομένους με έναν εργοδότη, εφόσον τηρούνται τα όρια ξεκούρασης και εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Η εφαρμογή του είναι περιοδική και όχι καθημερινή.
- Αυξημένες αμοιβές για υπερωρίες: Οι υπερωρίες αμείβονται με προσαύξηση 40%, εξασφαλίζοντας υψηλότερο ημερομίσθιο για όσους επιλέγουν να εργαστούν πέραν του 8ώρου.
- Διευθέτηση χρόνου εργασίας: Καθιερώνεται η δυνατότητα τετραήμερης εργασίας καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, διευκολύνοντας ιδιαίτερα γονείς και εργαζόμενους με οικογενειακές υποχρεώσεις. Η εφαρμογή απαιτεί τη συναίνεση του εργαζομένου και επιτρέπει την αντιστάθμιση των επιπλέον ωρών με ρεπό ή άδεια.
- Υπερωρίες στην εκ περιτροπής εργασία: Οι εργαζόμενοι με εκ περιτροπής απασχόληση αποκτούν δικαίωμα προαιρετικής υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 40%, προσφέροντας τη δυνατότητα αύξησης του εισοδήματός τους.
- Ευελιξία στην καλοκαιρινή άδεια: Οι εργαζόμενοι μπορούν πλέον να σπάνε την άδειά τους σε τουλάχιστον δύο περιόδους, ανάλογα με τις ανάγκες τους, κατόπιν συμφωνίας με τον εργοδότη.
- Προστασία μέσω ψηφιακής κάρτας: Θεσμοθετείται ρητά ότι κάθε μείωση αποδοχών μετά την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας θεωρείται παράνομη και άκυρη, ώστε να αποτραπούν καταχρηστικές πρακτικές.
Οφέλη για τις επιχειρήσεις
Οι επιχειρήσεις αποκτούν περισσότερη ευελιξία στη διαχείριση του προσωπικού και λιγότερη γραφειοκρατία:
- Μείωση διοικητικών βαρών: Πλέον θα απαιτείται μόνο ένα έντυπο για τις προσλήψεις, αντί για τέσσερα, απλοποιώντας σημαντικά τις διαδικασίες.
- Προσλήψεις «εξπρές»: Καθιερώνεται η πλατφόρμα «Ταχεία Πρόσληψη», μέσω της οποίας οι εργοδότες θα μπορούν να προσλαμβάνουν προσωπικό έως δύο ημέρες την εβδομάδα, σε περιόδους αυξημένης ζήτησης, όπως τα Σαββατοκύριακα ή τις αργίες. Η πρόσληψη θα δηλώνεται υποχρεωτικά στο ΕΡΓΑΝΗ, χωρίς όμως τις χρονοβόρες διαδικασίες που ίσχυαν μέχρι σήμερα.
- Άμεση αντικατάσταση εργαζομένων: Η δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης θα γίνεται πλέον με ένα κλικ, επιτρέποντας την άμεση πρόσληψη αντικαταστάτη χωρίς αναμονή δέκα ημερών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Το νομοσχέδιο επιχειρεί να συνδυάσει την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων με την ανάγκη ευελιξίας των επιχειρήσεων, προσαρμόζοντας τη νομοθεσία στις πραγματικές συνθήκες της σύγχρονης αγοράς εργασίας.