Στην πορεία προς τους «τίτλους τέλους», όπως έγραψε εύστοχα ο Άδωνις Γεωργιάδης, οδεύει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς νέος κύκλος αντιπαράθεσης άνοιξε με αφορμή την αποχώρηση του Στέλιου Κούλογλου από την ευρωομάδα του κόμματος, κάνοντας μάλιστα λόγο για «αφόρητη κατάσταση».
Τη δήλωση αποχώρησης ακολούθησε αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ προς τον ευρωβουλευτή να παραδώσει την έδρα του, με τον ίδιον να δηλώνει στο ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο ότι δεν πρόκειται να το πράξει. Ο Στέλιος Κούλογλου σημείωσε ότι «δεν είμαι σε επαφές με άλλο κόμμα», ωστόσο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να κατέβει υποψήφιος στις ευρωεκλογές, «αν υπάρξει παράταξη που τον εκφράζει».
Από την Κουμουνδούρου, πηγές κάνουν λόγο για «παρελθόν δημόσιων αμφισβητήσεων», οι οποίες «σε κρίσιμες στιγμές» ήταν «επιζήμιες για το κόμμα με το οποίο εκλέχθηκε, καθώς άλλαζαν την πολιτική ατζέντα εις βάρος του».
Θυμίζουν, δε, ότι τον Σεπτέμβριο του 2021, με άρθρο του ο Στ. Κούλογλου «υποστήριξε ότι σε ενδεχόμενη προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας δεν θα πρέπει να είναι δεδομένος ως πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας, ερχόμενος σε ευθεία αντίθεση με την τότε ξεκάθαρη πολιτική θέση του κόμματος, ότι μια προοδευτική κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ μπορεί να συγκροτηθεί, σύμφωνα και με την επιλογή του λαού, μόνο με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα».
«Αποδυνάμωσε έτσι την ίδια τη θέση, το πολιτικό μήνυμα, το κύρος του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ και εμφάνισε το κόμμα ως πολιτικό οργανισμό σε σύγχυση», υποστηρίζουν οι ιδέα πηγές προσθέτοντας ότι «ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ είχε εμφανιστεί στη ΔΕΘ με μια συγκροτημένη πρόταση αντιμέτωπος όχι μόνο με την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά και με μια έντονη μιντιακή "δυσανεξία", ο Στ. Κούλογλου μίλησε για "ισοπαλία" Μητσοτάκη-Τσίπρα, εμφανιζόμενος σε ρόλο δημοσιογράφου - σχολιαστή και όχι ως συστατικό μέρος ενός πολιτικού συνόλου, με συγκεκριμένο στόχο και σημαντικές συλλογικές μάχες να κερδίσει».
«Ήταν μια ακόμη κρίσιμη παρέμβαση που αποδυνάμωσε συνολικά την παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ στη ΔΕΘ, δημιουργώντας εμπόδια στην προσπάθεια συνομιλίας του με την κοινωνία και ενδυνάμωσης της αξιοπιστίας του», καταλήγουν.