Πέθανε σε ηλικία 91 ετών η θρυλική Μπριζίτ Μπαρντό, η μούσα του γαλλικού κινηματογράφου.

Σκανδάλιζε κατά καιρούς, αλλά πάντοτε μαγνήτιζε τα βλέμματα. Από ταινία σε ταινία, τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική της ζωή, η BB έσπαγε τα ταμπού.

Η Μπριζίτ Μπαρντό, η Γαλλίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια αναδείχθηκε σε παγκόσμιο σύμβολο του σεξ τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, πριν γυρίσει την «πλάτη» στον ευρωπαϊκό  κινηματογράφο για να αφοσιωθεί στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων.

mprizit-mparnto.jpg

Η Μπριζίτ Μπαρντό ενσάρκωσε το αρχέτυπο της αισθησιακής, απελευθερωμένης γυναίκας

Η διεθνής φήμη της εκτοξεύτηκε το 1956 με την ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», σε σκηνοθεσία του τότε συζύγου της, Ροζέ Βαντίμ. Για περίπου δύο δεκαετίες, η Μπαρντό ενσάρκωσε το αρχέτυπο της αισθησιακής, απελευθερωμένης γυναίκας, καθιερώνοντας μια εικόνα που επηρέασε βαθιά την ποπ κουλτούρα. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ανακοίνωσε την αποχώρησή της από την υποκριτική και στράφηκε όλο και περισσότερο στην πολιτική δράση, με απόψεις που συχνά προκαλούσαν έντονες αντιδράσεις.

Μπριζίτ Μπαρντό: Έχω γυρίσει 48 ταινίες σε 21 χρόνια και νομίζω πως αυτό αρκεί

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, η BB ήταν ήδη μια τεράστια σταρ, περιζήτητη παντού. Αποκαλύπτεται ως καλή ηθοποιός στις ταινίες «Μια Παριζιάνα», «Η νύφη ήταν πολύ όμορφη», «Οι κοσμηματοπώλες του φεγγαρόφωτου». Χαρίζοντας απλόχερα την ομορφιά της, το πραγματικό της πρόσωπο συγχέεται με εκείνο της μυθοπλασίας. Μετά το διαζύγιό της από τον Ροζέ Βαντίμ, πετά πια με τα δικά της φτερά. Παραμένουν φίλοι, αλλά μετά τον Τρεντινιάν, κι άλλοι άντρες μπαίνουν στη ζωή της όπως ο Ζιλμπέρ Μπεκό και ο Σασά Ντιστέλ.

Το 1958, ο Ραούλ Λεβί αποκτά τα δικαιώματα του μυθιστορήματος του Σιμενόν «Σε περίπτωση δυστυχίας». Απέναντι στο ιερό τέρας Ζαν Γκαμπέν, θέλει τη «σκανδαλώδη» BB. Εκείνος 54 ετών, εκείνη μόλις 24. Ο Γκαμπέν ενσαρκώνει τον σκληρό αστό που τον κυριεύει η κρίση της μέσης ηλικίας και εκείνη, την κακομαθημένη, προκλητική νεαρή. Στην πρώτη σκηνή, κάνει λάθος. Ο σκηνοθέτης Κλοντ Οτάν-Λαρά τη διαβεβαιώνει πως δεν πειράζει. Ξαναγυρίζουν τη σκηνή. Νέο λάθος. Στην τρίτη λήψη, η ένταση στο πλατό είναι διάχυτη. Ωστόσο ο Γκαμπέν παραμένει ατάραχος. Η Μπριζίτ προσπαθεί ξανά, μπερδεύεται και ξεσπά σε κλάματα. Πανικός. Την παρηγορούν. Λίγο αργότερα, επιστρέφει απέναντι στον Γκαμπέν, που της λέει τρυφερά: «Δεν είναι τίποτα, μικρή μου. Συνεχίζουμε». Αυτήν τη φορά, κάνει λάθος… εκείνος. Μία, δύο, τρεις φορές. Όλοι απορούν. Η Μπριζίτ ξαναπαίρνει θάρρος. Όπως αφηγήθηκε η ατζέντισσά της, Όλγα Χόρστιγκ, ο Γκαμπέν το έκανε επίτηδες.

Η ταινία δέχεται κακές κριτικές και χαρακτηρίζεται «βαθιά ανήθικη». Η λογοκρισία κόβει λίγα δευτερόλεπτα από τη διάσημη σκηνή όπου η Μπαρντό σηκώνει τη φούστα της για να δείξει στον Γκαμπέν πως δεν φορά εσώρουχο. Το σκάνδαλο, όμως, ωφελεί και τους δύο. Ένας νεαρός κριτικός, ο Φρανσουά Τρυφό, την καθιερώνει ως ηθοποιό, χαρακτηρίζοντάς την «αιώνιο θηλυκό».

Το 1959, γυρίζει το «Η Μπαμπέτ πάει στον πόλεμο», μια ανάλαφρη ταινία στην οποία αποκαλύπτει λιγότερο το σώμα της. Συμπρωταγωνιστής της είναι ο Ζακ Σαριέ, όμορφος και καλής οικογένειας, όπως κι εκείνη. Ερωτεύονται και παντρεύονται. Τι θα απογίνει ο μύθος της απελευθερωμένης γυναίκας; Θα ενταχθεί τελικά στον αστικό κόσμο από τον οποίο προερχόταν; Η γέννηση του γιου τους, Νικολά, στις 11 Ιανουαρίου 1960, δεν αρκεί για να σώσει τον γάμο και η ευτυχία κρατά λίγο.

Την ίδια χρονιά, γυρίζεται «Η Αλήθεια» υπό τη σκηνοθεσία του «δήμιου» Ανρί-Ζορζ Κλουζό. «Ένα διαβολικό πλάσμα, έτοιμο να φτάσει τους ηθοποιούς στα ψυχολογικά τους όρια για να αποσπάσει το καλύτερο», θα πει αργότερα η Μπαρντό. Ποιος χαστούκισε ποιον; Κανείς δεν έμαθε ποτέ με βεβαιότητα. Η ίδια ισχυρίστηκε ότι εκείνη χαστούκισε τον Κλουζό, όταν αυτός της πάτησε επίτηδες τα πόδια για να της προκαλέσει δάκρυα. «Η ''Αλήθεια'' με συνέτριψε. Θέλησα ακόμα και να πεθάνω. Ο Κλουζό με είχε τόσο χειραγωγήσει, που ζούσα την κατάθλιψη του ρόλου μου στο πετσί μου. Άργησα πολύ να συνέλθω».

Παρά τα βασανιστήρια, ήταν η μοναδική ταινία στην οποία η ίδια πίστευε ότι υπήρξε πραγματικά καλή ηθοποιός. Τριάντα χρόνια αργότερα, τη βλέπει ξανά και δηλώνει συγκινημένη: «Είναι ένα σύγχρονο, σπουδαίο φιλμ. Όχι επειδή παίζω εγώ, αλλά χάρη στη σκηνοθεσία, την ιστορία, τους ηθοποιούς – όλα συντελούν στην επιτυχία του».

Είμαι άπιστη από τρυφερότητα

Το 1960 είναι για την Μπαρντό χρονιά κόλασης. Η σχέση της με τον Σαμί Φρέι προκαλεί θύελλα και ο σύζυγος και ο εραστής της έρχονται στα χέρια για χάρη της. Γιατί τόσοι έρωτες; Η ίδια απαντά με αφοπλιστικό χαμόγελο: «Είμαι άπιστη. Έχω πολλούς εραστές, όχι από διαστροφή, αλλά από τρυφερότητα». Αυτήν την αχόρταγη δίψα για αγάπη θα αποτυπώσει ο Λουί Μαλ στην ταινία «Ιδιωτική ζωή», με συμπρωταγωνιστή τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.

Την ίδια εποχή, η BB θεμελιώνει το βασίλειό της στην Κυανή Ακτή. Αγοράζει τη Μαντράγκ και μεταμορφώνει το ΣενΤροπέ σε σύμβολο ήλιου και διεθνούς τζετ σετ. Εκεί παρελαύνουν όλοι οι άντρες της ζωής της.

Η Μπαρντό φέρνει λεφτά στη Γαλλία περισσότερα και από τη Renault

Ο μύθος βρίσκεται στο απόγειό του. Η ίδια δηλώνει χωρίς ίχνος ειρωνείας ότι αποτελεί «έναν από τους οικονομικούς μοχλούς της χώρας». Το 1962, η Renault αποφέρει 2,35 δισεκατομμύρια φράγκα στη Γαλλία και η Μπαρντό, ένα δισεκατομμύριο. Γίνεται εθνικό σύμβολο, μπαίνει στο λεξικό, εμπνέει ζωγράφους και γλύπτες, ενώ η Νομισματοκοπία κόβει 500.000 μετάλλια με τη μορφή της.

Τότε, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ αποφασίζει να της δώσει μια διαφορετική εικόνα. Διασκευάζει το μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια «Η Περιφρόνηση». Οι παραγωγοί επιβάλλουν τη θρυλική σκηνή γυμνού όπου, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ρωτά με τη χαρακτηριστική της μουρίτσα: «Σου αρέσουν τα στήθη μου;». Ο Γκοντάρ, κατ’ εξαίρεση, γράφει ειδικά για εκείνη τους διαλόγους. Εκείνη, ωστόσο, δεν του το συγχώρησε ποτέ. Χρόνια αργότερα θα πει: «Δεν τον συμπάθησα καθόλου. Ήταν ήδη ένας σκοτεινός, σιωπηλός άνθρωπος. Το αντίθετό μου. Δεν κρατήσαμε καμία φιλική σχέση».

Μπριζίτ Μπαρντό: Έγινε εξώφυλλο στο «Elle» σε ηλικία μόλις 15 ετών

Γεννημένη το 1934 στο Παρίσι, μεγάλωσε σε μια εύπορη, παραδοσιακή καθολική οικογένεια. Ξεχώρισε από νωρίς ως χορεύτρια και σπούδασε μπαλέτο στο φημισμένο Ωδείο του Παρισιού. Παράλληλα εργάστηκε ως μοντέλο και, μόλις 15 ετών, εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού «Elle». Αυτή η πορεία την οδήγησε στον κινηματογράφο και, το 1952, στον γάμο της με τον Βαντίμ.

Σύμβολο της Γαλλικής Δημοκρατίας

Η ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», όπου υποδύθηκε μια αυθόρμητη και ασυμβίβαστη έφηβη στο Σεν Τροπέ, την καθιέρωσε ως διεθνές είδωλο. Ακολούθησαν σημαντικοί ρόλοι σε γαλλικές και αμερικανικές παραγωγές, ενώ η παρουσία της ενέπνευσε διανοούμενους και καλλιτέχνες της εποχής. Το 1969 επιλέχθηκε μάλιστα ως το πρώτο πραγματικό μοντέλο για τη «Μαριάννα», το σύμβολο της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Παράλληλα με την κινηματογραφική της καριέρα, ασχολήθηκε και με τη μουσική, ηχογραφώντας –μεταξύ άλλων– την πρώτη εκδοχή του τραγουδιού «Je t’aime… moi non plus» του Σερζ Γκενσμπούρ. Ωστόσο, η πίεση της διασημότητας την οδήγησε τελικά σε οριστική αποχώρηση από τον κινηματογράφο το 1973, σε ηλικία μόλις 39 ετών.

brigitte-bardot.jpg

Μπριζίτ Μπαρντό: Η λατρεία στα ζώα και οι δημόσιες τοποθετήσεις της για κοινωνικά και πολιτικά θέματα

Έκτοτε, αφιερώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην προστασία των ζώων. Συμμετείχε σε διεθνείς διαμαρτυρίες, ίδρυσε το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό και απέστειλε επιστολές σε πολιτικούς ηγέτες για ζητήματα κακοποίησης και σφαγής ζώων σε όλον τον κόσμο. Την ίδια στιγμή, όμως, οι δημόσιες τοποθετήσεις της για κοινωνικά και πολιτικά θέματα –ιδίως σχετικά με τη μετανάστευση και τις θρησκευτικές μειονότητες– οδήγησαν σε καταδίκες για υποκίνηση φυλετικού μίσους και σκίασαν την υστεροφημία της.

Προσωπική ζωή

Η προσωπική της ζωή υπήρξε εξίσου πολυσυζητημένη. Παντρεύτηκε τέσσερις φορές και είχε σχέσεις με εξέχουσες προσωπικότητες του καλλιτεχνικού χώρου. Παρά τις αντιφάσεις και τις ακραίες θέσεις της, η Μπριζίτ Μπαρντό παραμένει μια από τις πιο εμβληματικές και σύνθετες μορφές του ευρωπαϊκού πολιτισμού του 20ού αιώνα σφραγίζοντας μια ολόκληρη εποχή.

bardot.jpg