Ο θάνατος της Brigitte Bardot δεν είναι απλώς το τέλος ενός μύθου του κινηματογράφου. Είναι το τέλος μιας ζωής που δεν γνώρισε μέτρο, φίλτρο ή σιωπηλή υποταγή.
Η Bardot δεν υπήρξε ποτέ «εύκολη». Υπήρξε πάντα ελεύθερη και ειλικρινής, όποιο κι αν ήταν το κόστος, προσωπικό, κοινωνικό, δημόσιο.
Η ομορφιά που έσπασε τους κανόνες
Η Bardot δεν σόκαρε επειδή ήταν όμορφη. Σόκαρε επειδή δεν ντρεπόταν για τα κάλλη της. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, σε έναν γαλλικό κινηματογράφο παγωμένο στην κομψότητα και τη σύμβαση, εμφανίστηκε σαν ηφαίστειο. Μιλούσε απλά, κινούνταν φυσικά, αγαπούσε το σώμα της. Σε μια βαθιά συντηρητική κοινωνία, εκείνη ήταν ελεύθερη, χωρίς ημίμετρα, χωρίς ενοχές.
Στην ταινία «Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα» (1956), δεν υποδύθηκε τη «μοιραία». Ήταν μια νέα γυναίκα που έπαιζε, χόρευε, αποφάσιζε. Εξέφρασε ανοιχτά τη σεξουαλικότητά της: γυμνή ηλιοθεραπεία στην αυλή της, ξυπόλητη στο Σεν-Τροπέ, αδιαφορία για τις απαιτήσεις της κοινωνίας και τις γνώμες των άλλων. Από εκείνη τη στιγμή, υπήρξε στον κινηματογράφο ένα ξεκάθαρο πριν και μετά Bardot.
Και όταν ο Jean-Luc Godard την επέλεξε για το « Le Mépris» (Η Περιφρόνηση), η Bardot αποκάλυψε μια άλλη, βαθύτερη διάσταση: υπέροχη, παθιασμένη, τραγική. Όχι πια μόνο σύμβολο του πόθου, αλλά γυναίκα πληγωμένη, εγκλωβισμένη ανάμεσα στον έρωτα και την απόρριψη. Εκεί, το πάθος δεν ήταν διακόσμηση· ήταν μοίρα. Ή, όπως θα ταίριαζε στην ίδια, το πάθος ή τίποτα.
Η «Επανάσταση Bardot» στον κινηματογράφο
Σε περίπου είκοσι χρόνια καριέρας, έπαιξε σε 47 ταινίες. Όχι πολλές, αλλά καθοριστικές. Δεν ήταν μια απλή εργάτρια της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ήταν δύναμη ανατροπής. Έφερε στο γαλλικό σινεμά τη γλώσσα του δρόμου, τη φυσικότητα, τη σεξουαλικότητα χωρίς θεατρινισμούς. Όπως ο Marlon Brando στις ΗΠΑ, έτσι και η αποκαλούμενη BB —η «Μπεμπέ», τα αρχικά που έγιναν παγκόσμιο σύμβολο— χάραξε ανεξίτηλα τον παγκόσμιο κινηματογράφο.
Η Brigitte Bardot ήταν απαιτητική, πεισματάρα, δε δεχόταν να την καθοδηγούν. Και όταν ένιωσε ότι η δόξα την έπνιγε, διάλεξε τη ρήξη.
Η μουσική: η άλλη της φωνή
Παράλληλα με το σινεμά, η Bardot τραγούδησε. Όχι για να αποδείξει τεχνική αρτιότητα αλλά για να συνεχίσει να μιλά για τον εαυτό της. Η μουσική της ήταν αισθησιακή, παιχνιδιάρικη, μελαγχολική.
Οι συνεργασίες της με τον Serge Gainsbourg άφησαν τραγούδια-στιγμιότυπα μιας ολόκληρης εποχής. Η φωνή της, άτεχνη αλλά αληθινή, έγινε μέρος του μύθου. Από τα πιο γνωστά: Harley Davidson (1967), Bonnie and Clyde (1968), Initials B.B. (1968). Όπως και στον κινηματογράφο, έτσι και στη μουσική, δεν έπαιζε ρόλο. Ήταν απλώς ο εαυτός της.
Η προσωπική ζωή: έρωτες, γάμοι, πληγές
Η ζωή της έγινε δημόσιο θέαμα. Παντρεύτηκε τέσσερις φορές: τον Roger Vadim, που τη σύστησε στο σινεμά, τον Jacques Charrier, με τον οποίο απέκτησε τον μοναχογιό της Nicolas, τον Gunter Sachs και, τέλος, τον Bernard d’Ormale.
Η μητρότητα υπήρξε για εκείνη δύσκολη και συχνά επώδυνη. Μίλησε ανοιχτά για την απόσταση από τον γιο της, για τη μοναξιά, την κατάθλιψη, τις απόπειρες αυτοκτονίας, την εξάντληση από τη διαρκή έκθεση. Δεν εξιδανίκευσε ποτέ τη ζωή της. Την περιέγραψε όπως ακριβώς ήταν.
Η απόσυρση: η πιο ριζοσπαστική της πράξη
Το 1973, στα 40 της, αποσύρθηκε οριστικά από τον κινηματογράφο. Χωρίς «τελευταίο ρόλο», χωρίς νοσταλγία, χωρίς επιστροφές. Έκλεισε την πόρτα και την κράτησε κλειστή. Δεν την ενδιέφεραν πια τα φώτα, τα βραβεία, η υποκρισία του καλλιτεχνικού κόσμου. Πολύ αληθινή για έναν κόσμο ψεύτικο.
«Γεννήθηκα ελεύθερη, θα πεθάνω ελεύθερη», είχε πει. Η απόσυρση δεν ήταν ήττα. Ήταν πράξη αυτοπροστασίας. Η σιωπή της έγινε δήλωση.
Τα ζώα: η απόλυτη αφοσίωση
Η δεύτερη ζωή της Bardot ανήκε στα ζώα. Το 1977, αγκαλιά με μια φώκια, είπε τη φράση που έμεινε στην ιστορία: «Γούνινα παλτά για τις ηλίθιες που θέλουν να τα φορούν στην πλάτη τους». Για την προστασία των ζώων δεν σήκωνε κουβέντα. Όποιος ανεχόταν ή δικαιολογούσε τη κακοποίηση των ζώων γινόταν εχθρός της. Δεν την ενδιέφερε να είναι αρεστή. Την ενδιέφερε να είναι συνεπής και αδιάλλακτη με τις αρχές και τα πιστεύω της.
Το 1986 ίδρυσε το Fondation Brigitte Bardot, αφιερώνοντας όλη της την ενέργεια στην υπεράσπισή τους. Για να χρηματοδοτήσει τον αγώνα της, πούλησε κοσμήματα, ρούχα και προσωπικά αντικείμενα, αποποιούμενη συνειδητά τα σύμβολα της παλιάς της ζωής.
Η παρακαταθήκη μιας ανυπάκουης
Η Brigitte Bardot δεν ήταν αγία και δεν την ενδιέφερε κιόλας. Ήταν αληθινή. Αντιφατική, παθιασμένη, ελεύθερη. Άλλαξε τον κινηματογράφο, άνοιξε ρωγμές στην εικόνα της γυναίκας, τόλμησε να φύγει, τόλμησε να μιλήσει.
Η Brigitte Bardot αγαπούσε βαθιά τη Γαλλία και τις παραδόσεις της, τη γλώσσα, τον πολιτισμό, την ταυτότητά της. Ήταν μια αδιάλλακτη πατριώτισσα. Αυτή η αγάπη, απλή και αδιαπραγμάτευτη, της κόστισε ακριβά: κατακεραυνώθηκε συχνά και εύκολα ως «ακροδεξιά», χωρίς διάθεση όμως κατανόησης από τους δήθεν «προοδευτικούς».
Σήμερα δεν αποχαιρετούμε απλώς μια σταρ. Αποχαιρετούμε έναν μύθο. Μια γυναίκα χωρίς ημίμετρα, που μας θυμίζει ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται. Τη ζεις και την πληρώνεις. Ενίοτε ακριβά.
Για όλα αυτά: MERCI, BRIGITTE.

