Δεν ξέρω αν το καταλάβαμε τότε. Μπορεί και να μη θέλαμε να το καταλάβουμε. Ήμασταν τέσσερις, σε ένα αμάξι γεμάτο ελληνική τρέλα και νεανικό θράσος, ξεκινήσαμε από την Ελλάδα με έναν και μόνο προορισμό: να φτάσουμε στη Λισαβόνα για να δούμε με τα μάτια μας τι σημαίνει να γράφεται Ιστορία.

Ήταν καλοκαίρι του 2004. Και η Ελλάδα, η δική μας Ελλαδάρα, ήταν στους «8» του Euro. Αντίπαλος; Η παγκόσμια πρωταθλήτρια Γαλλία. Του Ζιντάν, του Ανρί, του Βιεϊρά. Ε και;

Περάσαμε Ηγουμενίτσα, πήραμε το πλοίο για Ιταλία , βγήκαμε Ανκόνα, και από εκεί ξεκίνησε το μεγάλο οδοιπορικό: 2.500 χιλιόμετρα δρόμος μέχρι τη Λισαβόνα. Η διαδρομή δεν ήταν ταξίδι, ήταν αποστολή μουτζαχεντίν. Ύπνος λίγος, φωνές πολλές, μουσικές ελληνικές, σημαίες στην ηλιοροφή, και στο πίσω κάθισμα πάντα κάποιος που φώναζε «ρε, αν το πάρουμε;» και όλοι γελούσαμε.

Φτάσαμε στην πρωτεύουσα της Πορτογαλίας πέντε ώρες πριν τον αγώνα με τη Γαλλία. Ιδρωμένοι, κουρασμένοι, αλλά έτοιμοι. Η πόλη έβραζε. Το γήπεδο έμοιαζε να χοροπηδά από την ένταση. Κι εκεί, στην καρδιά του παιχνιδιού, κάπου ανάμεσα σε χιλιάδες βλέμματα γεμάτα πίστη, έγινε το θαύμα: νικήσαμε. ΝΑΙ, ΤΗΝ ΓΑΛΛΙΑ. ΤΟΥ ΖΙΝΤΑΝ. Και το καταλάβαμε, πλέον, ότι δεν ήμασταν απλώς περαστικοί σ’ αυτή τη διοργάνωση.

Μετακομίσαμε στο Πόρτο για τον ημιτελικό με την Τσεχία. Εκεί, ζήσαμε ένα θρίλερ για γερά νεύρα. Έβλεπα το ματς και είχα την αίσθηση ότι δεν θα τελειώσει ποτέ. Στην παράταση, έρχεται το γκολ-ξαφνικός θάνατος του Δέλλα, και ο θάνατος ήταν πράγματι ξαφνικός, αλλά για τους Τσέχους. Για εμάς ήταν αναγέννηση. Το Πόρτο πλημμύρισε από κορμιά που χοροπηδούσαν, από κραυγές που έσκιζαν τον αέρα και τη νύχτα.

Και μετά… η Λισαβόνα. Ο τελικός.

Η πόλη είχε γίνει μπλε. Κυριολεκτικά. Όπου κι αν γύριζες το κεφάλι, έβλεπες σημαίες, κασκόλ, φωνές, τραγούδια. Ένα γαλάζιο ποτάμι, ένα κύμα περηφάνιας που ξεβράστηκε στην Ιβηρική για να δείξει ότι δεν ήρθαμε να δούμε, ήρθαμε για να το πάρουμε. Να το σηκώσουμε.

Πριν τον αγώνα με την Πορτογαλία, το νιώθαμε: δεν το χάνουμε αυτό το Κύπελλο. Ήταν γραφτό. Ήμασταν συγκεντρωμένοι, σχεδόν ήρεμοι. Ένας λαός που είχε πάψει να αμφιβάλλει.

Και τότε… το γκολ του Χαριστέα.

Δεν ξέρω τι ένιωσα. Σαν να μου κόπηκε η ανάσα. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Ένα εγκεφαλικό. Ή μάλλον όχι ένα, απανωτά εγκεφαλικά. Δεν ήξερα αν έπρεπε να κλάψω, να φωνάξω, να αγκαλιάσω τον τύπο με το νταούλι ή τον Γιάννη από την παρέα. Ήθελα να τα κάνω όλα.

Μετά τη λήξη, δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα στο δρόμο. Θυμάμαι μόνο χιλιάδες Έλληνες να χορεύουν, να ουρλιάζουν, να τραγουδούν το «δεν σταματώ να τραγουδώ ποτέ». Η Λισαβόνα έγινε για ένα βράδυ, και ίσως για πάντα, πρωτεύουσα της Ελλάδας. Όχι, δεν υπερβάλλω. Ολόκληρη η πόλη ήταν μια ελληνική πλατεία με πανηγυρισμούς, δάκρυα και αγκαλιές από ανθρώπους που δεν είχαμε ξαναδεί στη ζωή μας.

Πέρασαν 21 χρόνια. Και ακόμα, όταν κλείνω τα μάτια, μπορώ να δω το γκολ του Χαριστέα ακριβώς μπροστά στο πέταλο που βρισκόμασταν, μπορώ να νιώσω την ανάσα των Πορτογάλων, το τρέμουλο στα γόνατα, την ευτυχία να εκρήγνυται μες στις φλέβες μου.

Δεν ήταν απλώς ένα ταξίδι. Ήταν μια ιεροτελεστία ενηλικίωσης. Ήταν η στιγμή που ένα αουτσάιντερ μετέτρεψε την Ευρώπη σε γειτονιά της. Και ήμασταν εκεί.

Μαζί. Στο αυτοκίνητο, στον δρόμο, στις κερκίδες, στην Ιστορία.

Γιατί, ναι. Εκείνο το καλοκαίρι… γίναμε βασιλιάδες.