Με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, που ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2019, η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ουσιαστικά αποσυνδέθηκε από την πτώση μιας κυβέρνησης προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα όπως αυτό του 2015 ή ακόμη και του 2009. Και μπορεί το αποκαλούμενο «πνεύμα» του συνταγματικού νομοθέτη να συνδέεται με τη συναίνεση, εντούτοις στόχος είναι να αποφεύγεται η απώλεια της δεδηλωμένης όταν μια παράταξη διαθέτει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Και όμως τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ειδικά όσα δηλώνουν κόμματα εξουσία, επιχείρησαν να παίξουν με τον θεσμό. Και να κάνουν πράξη ενδεχομένως αυτό που πρώτος ο Αλέξης Τσίπρας ανέφερε περί απώλειας της δεδηλωμένης στην περίπτωση που βουλευτές της κυβερνώσας παράταξης δεν υπερψηφίσουν την πρόταση του πρωθυπουργού, αφού στην περίπτωση αυτή «θα τεθεί μείζον πολιτικό ζήτημα».

Στο πλαίσιο αυτό ο Νίκος Ανδρουλάκης απαίτησε, για να συναινέσει, να προταθεί πρόσωπο από την Κεντροαριστερά την οποία προσδιόρισε –όπως δείχνει η πρόταση που ο ίδιος κατέθεσε– στον χώρο του ΠΑΣΟΚ. Εκτίμησε, ενδεχομένως, πως είναι μια win-win κίνηση για τον ίδιο και το κόμμα του.

Το αποκαλούμενο και ως «μονά-ζυγά δικά μου», ώστε στην περίπτωση που ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεγε πρόσωπο από την Κεντροαριστερά να υπάρξει πρόβλημα στη ΝΔ και στην περίπτωση που επέλεγε πρόσωπο από την Κεντροδεξιά να καταγγείλει τον πρωθυπουργό ότι δεν επιδιώκει τη συναίνεση.

Τελικά, η πρότασή του βρέθηκε στην τρίτη θέση –πίσω από την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ– δίνοντας έτσι το δικαίωμα στον Σωκράτη Φάμελλο να δηλώνει πως το κόμμα του είναι η πραγματική αξιωματική αντιπολίτευση.

Αποτέλεσμα; Η κοινοβουλευτική διαδικασία να εξελιχθεί σε μάχη μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, που επαναφέρει τις αναλύσεις για το… ενάμισι κόμμα και την απουσία του… άλλου πόλου που οφείλεται στην τακτική που επιλέγουν οι δικές τους ηγεσίες.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»