Είναι σαφές και ξεκάθαρο ότι ουδείς δύναται να μπει στη θέση των συγγενών των θυμάτων. Των γονιών που έχασαν τα παιδιά τους και όχι μόνο. Άλλωστε δεν υπάρχει μεγαλύτερο χτύπημα για έναν γονιό από το να χάνει το παιδί του και μάλιστα με τέτοιον τρόπο. Όταν όμως πολιτικά κόμματα επιχειρούν να εργαλειοποιήσουν αυτήν την τραγωδία, το θέμα παίρνει άλλες διαστάσεις.

Η αντιπολίτευση μιλά για συγκάλυψη, δηλώνει πως θα φέρει το θέμα στη Βουλή και, ακόμη χειρότερα, ζητά από την κυβέρνηση να παρέμβει ουσιαστικά στη δικαιοσύνη. Το ερώτημα που έθεσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών δεν έχει απαντηθεί. Για ποιο λόγο να συγκαλυφθεί η υπόθεση αυτή και γιατί. Τι όφελος δηλαδή θα είχε και θα έχει η κυβέρνηση από τέτοιες ενέργειες.

Αντιθέτως, η καθυστέρηση είναι αυτή που πλήττει την κυβέρνηση. Όσο δεν αποφαίνεται η Δικαιοσύνη, τόσο οι θεωρίες περί μιας αόρατης και αόριστης δήθεν συγκάλυψης πλανώνται στον αέρα.

Μόνο που η όποια παρέμβαση στη Δικαιοσύνη δεν είναι δυνατή. Δικαίως ο Παύλος Μαρινάκης αναρωτήθηκε τι είναι αυτό που ζητούν όσοι κατηγορούν την κυβέρνηση και για τις όποιες καθυστερήσεις σημειώνονται.

Εκτός αν στόχος είναι τελικά να αποδομηθεί –μια ακόμη φορά– η Δικαιοσύνη. Διότι τα όσα λέγονται και ακούγονται ενδεχομένως να έχουν στόχο και αυτό. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης δείχνουν να επενδύουν στην τραγωδία, στον πόνο των συγγενών, στη θλίψη και τη δικαιολογημένη οργή τους.

Όπως τόνισε ο Παύλος Μαρινάκης, πολιτικά κόμματα προσπαθούν «να βρουν σωσίβιο μέσα από ένα τραγικό δυστύχημα. Είναι κάτι παραπάνω από λυπηρό, είναι αποκρουστικό και όσο επικίνδυνη είναι η συγκάλυψη που κανένας δεν την επιθυμεί και κανένας δεν την περιγράφει από την αντιπολίτευση, άλλο τόσο επικίνδυνη είναι και η εργαλειοποίηση».

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»