Στις 19 Σεπτεμβρίου 2025 η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών άσκησε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος κατά του Παναγιώτη Δημητρά, επικεφαλής της holding ΜΚΟ ονόματι Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι, για απιστία σχετικά με ευρωπαϊκά και άλλα κονδύλια που –κατά τα πορίσματα– δεν διατέθηκαν για τους σκοπούς που εγκρίθηκαν. Η εξέλιξη αυτή ακολουθεί την προκαταρκτική έρευνα που ξεκίνησε στα μέσα του 2023, ύστερα από πόρισμα της Αρχής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του ίδιου και των ΜΚΟ που ελέγχει. Δύο χρόνια μετά, στις 22 Σεπτεμβρίου 2025, το ζήτημα επανέρχεται ακόμη βαρύτερο: ο «εθνικός μηνυτής» βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με ανακριτή και με κακουργηματικές κατηγορίες που σκιάζουν οριστικά τη δημόσια εικόνα του.
«Βιομηχανία» μηνύσεων
Ο ίδιος συστήνεται ως ακτιβιστής και υπερασπιστής δικαιωμάτων. Όμως η πραγματικότητα των αριθμών είναι αμείλικτη και o ορισμός του SLAPP: κατά δήλωσή του, έχει καταθέσει χιλιάδες μηνύσεις για «ρατσιστικά εγκλήματα» εναντίον κρατικών φορέων και προσώπων, με ένα μεγάλο μέρος τους να καταλήγει στο αρχείο – 263 μόνο την τελευταία πενταετία. Η πρακτική αυτή δεν είναι αθώα γραφικότητα. Έχει κόστος για τους πολίτες και φθορά για τους θεσμούς: δικαστικός χρόνος, δημόσιο χρήμα, μετατροπή της ελευθερίας του λόγου σε πεδίο εκβιαστικής φίμωσης. Όταν ο αντιρατσιστικός νόμος χρησιμοποιείται σαν ρόπαλο κατά κάθε αντίθετης άποψης, η δημοκρατία ασφυκτιά.
Η λίστα των προσώπων που έχει μηνύσει ή εναγάγει ο Δημητράς είναι αποκαλυπτική και επισυνάπτεται στο παρόν. Περιλαμβάνει –μεταξύ άλλων– τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, πρώην πρωθυπουργούς, υπουργούς Δικαιοσύνης (εν ενεργεία και πρώην), υπουργούς Παιδείας, βουλευτές, αλλά και μια πλειάδα δημοσιογράφων και αρθρογράφων από «Τα Νέα», «Η Καθημερινή», «Athens Voice», Protagon, Liberal, όπως και τον γενικό διευθυντή του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων και το ίδιο το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Το εύρος της στοχοποίησης αποτυπώνει τη μεθοδολογία του: από την κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας μέχρι την ημερήσια αρθρογραφία, κανείς δεν εξαιρείται. Σημειωτέον δε ότι όσον αφορά τους δημοσιογράφους, ουδέποτε η ΕΣΗΕΑ έλαβε θέση έστω με μία ανακοίνωση.
Πολλές από αυτές τις υποθέσεις δεν αντέχουν στον πρώτο δικονομικό έλεγχο. Η κατάχρηση της δικαστικής οδού, ιδίως όταν καλλιεργεί κλίμα εκφοβισμού σε δημοσιογράφους και δημόσια πρόσωπα, συνιστά ευθεία απειλή για την ελευθερία της έκφρασης. Στην πράξη, ο «εθνικός μηνυτής» δεν αναζητεί δικαίωση· αναζητεί διαρκή ομηρία των αντιπάλων του στον μηχανισμό των αιθουσών, εξ ου και η χρήση της τακτικής SLAPP. Η χώρα δεν έχει ανάγκη από επαγγελματίες «φύλακες της ορθότητας». Έχει ανάγκη από θεσμούς που λειτουργούν γρήγορα, με διαφάνεια και χωρίς να γίνονται εργαλείο πολιτικής ή ιδεολογικής βεντέτας.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει επανειλημμένα τονίσει ότι τα σύνορα φυλάσσονται, οι διακινητές διώκονται και οι ευρωπαϊκοί πόροι οφείλουν να πιάνουν τόπο – όχι να κατευθύνονται σε «γκρίζα» σχήματα με ανθρωπιστική ταμπέλα. Η δίωξη του 2025, πάνω στο ίχνος των δεσμεύσεων του 2023, δείχνει ότι το κράτος δικαίου δεν εκβιάζεται από θορύβους και ταμπέλες. Η διαχείριση κονδυλίων για το Μεταναστευτικό δεν είναι πεδίο ανέλεγκτου «ακτιβισμού», αλλά σκληρά λογοδοτούμενη δημόσια πολιτική.
Σήμερα, με τη δικογραφία διαβιβασμένη σε ανακριτή, το αφήγημα του «κυνηγημένου υπερασπιστή δικαιωμάτων» δοκιμάζεται από τα ίδια τα έγγραφα: από πορίσματα ανεξάρτητων αρχών μέχρι τραπεζικές δεσμεύσεις και αντιφάσεις γύρω από τη χρήση ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων. Η Δικαιοσύνη δεν κρίνει συνθήματα, κρίνει στοιχεία. Κι αν κάτι οφείλει να μείνει ως μήνυμα είναι απλό: η Ελλάδα του 2025 δεν είναι παιδική χαρά για δικομανείς και επαγγελματίες της καταγγελίας. Είναι ευρωπαϊκό κράτος δικαίου, όπου η κριτική είναι ελεύθερη, η συκοφαντία τιμωρείται και η κατασπατάληση δημόσιων πόρων δεν μένει στο απυρόβλητο – όσο «ανθρωπιστικά» κι αν πλασάρεται.
Ο ρόλος Μπουτσικάκη
Εκείνος που ανέδειξε το μείζον πρόβλημα και ποσοτικά και ποιοτικά ήταν ο πρώην βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Χριστόφορος Μπουτσικάκης. Με τις καίριες ερωτήσεις του και τις εύστοχες επισημάνσεις του πληροφορηθήκαμε την έκταση της δικομανούς δράσης του λεγόμενου «εθνικού μηνυτή» Δημητρά, καθώς και μερικών ακόμη ΜΚΟ με βαρύγδουπα ονόματα, όπως Ενωση Ουμανιστών Ελλάδας και άλλα τέτοια φιλάνθρωπα. Τα επανειλημμένα κρούσματα μηνυτήριων βιαιοπραγιών του εν λόγω ΜΚΟφόρου προκάλεσαν τέσσερις κοινοβουλευτικές ερωτήσεις του Χριστόφορου Μπουτσικάκη και λίαν διαφωτιστικές απαντήσεις του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης, Κώστα Τσιάρα. Σύμφωνα με αυτές, ο εν λόγω εθισμένος επαγγελματίας μηνυτής είχε υποβάλει 409 μηνύσεις (έως το 2023) από τις οποίες ήδη πέρυσι είχαν αρχειοθετηθεί 263 – ο ίδιος διέψευσε τον υπουργό, ισχυριζόμενος ότι είχε υποβάλει... 800!
Ο Παναγιώτης Δημητράς έχτισε καριέρα πάνω σε ένα εργοστάσιο μηνύσεων, βαφτίζοντας «μίσος» την αντίθετη άποψη και μετατρέποντας την αγωνία για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε επάγγελμα με σκοπό όχι απαραιτήτως να κερδηθεί η δικαστική υπόθεση, αλλά ο εκφοβισμός όσων ασκούν κριτική μέσω της ηθικής και οικονομικής εξουθένωσής τους, ακριβώς δηλαδή ό,τι περιλαμβάνει ο διεθνής όρος SLAPP. Τώρα, όμως, βρίσκεται ο ίδιος απέναντι στην πιο αυστηρή δοκιμασία: εκείνη της λογοδοσίας. Κι αυτήν δεν την κερδίζεις με δελτία Τύπου· την κερδίζεις μόνο με καθαρούς λογαριασμούς. Οι υπόλοιποι, πολιτεία και κοινωνία, ας κρατήσουμε το αυτονόητο: ούτε σιωπή από φόβο ούτε ανοχή στην κατάχρηση. Οι θεσμοί είναι ισχυρότεροι από τους «επαγγελματίες» που επιχειρούν να τους εργαλειοποιήσουν.
Ο διώκτης της ελευθερίας του Τύπου και μάστιγα των δικαστηρίων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παριστάνει το θύμα, κάνει διεθνή θόρυβο, ενώ ταυτοχρόνως καταγγέλλει στο εξωτερικό την κυβέρνηση ότι αυτή... διώκει τον Τύπο.