Έχει καταντήσει ανέκδοτο. Η ιστορία ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή, από την επομένη της εκλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη τον Ιανουάριο του 2016, όταν οι δημοσκοπήσεις άρχισαν να καταγράφουν την άνοδο της ΝΔ σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ και μια πορεία που οδήγησε στη νίκη του 2019 και στην ξεκάθαρη επικράτηση του 2023.

Μέσα στους πέντε πρώτους μήνες του 2016 το κεφάλι που πήρε η ΝΔ κατέγραφε διαφορά της τάξης των 8 ποσοστιαίων μονάδων και μια παράσταση νίκης που ήδη έγραφε διαφορές της τάξης των 20 ποσοστιαίων μονάδων και η κατάσταση έδειχνε με σαφήνεια πως είναι μη αναστρέψιμη.

Τότε είναι που άρχισαν και τα διάφορα συμφέροντα να προετοιμάζονται για την ήττα του Αλέξη Τσίπρα. Μια ήττα που ήρθε 3 χρόνια μετά και ήταν… θορυβώδης, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να κατακτά αυτοδυναμία. Τα καμπανάκια είχαν ηχήσει. Πολύ περισσότερο τη στιγμή που ο πρόεδρος της Ν.Δ. και πρωθυπουργός καθιστούσε σαφές προς όλες τις πλευρές πως δεν προτίθεται να υπαναχωρήσει μπροστά σε κάθε είδους συμφέρον προκειμένου να υλοποιήσει το πρόγραμμα και το μεταρρυθμιστικό του σχέδιο.

Στο πλαίσιο αυτό υπήρξαν δυνάμεις που επιδίωξαν από την πρώτη στιγμή να χτίσουν ένα «αντιμητσοτακικό μέτωπο» με κάθε κόστος. Επένδυσαν στον Αλέξη Τσίπρα, που όμως φάνηκε ότι αδυνατούσε να φέρει σε πέρας αυτό το έργο. Κατάφερε να πιάσει το 2019 ένα αξιοσέβαστο ποσοστό και να φανεί ως ισχυρή αντιπολίτευση. Μόνο που έχασε τη στιγμή, όπως λένε, έχασε την ευκαιρία που είχε και επέλεξε μια καταστροφολογική αντιπολιτευτική τακτική που οδήγησε στη δραματική ήττα του 2023.

Το αντιμητσοτακικό μέτωπο δεν κατέστη δυνατό να δημιουργηθεί και η συνεχιζόμενη δυναμική του πρωθυπουργού δημιούργησε προβλήματα και αναταράξεις. Η μετά την ήττα του 2023 εμφάνιση του Στέφανου Κασσελάκη απεδείχθη τελικά ως μια… επένδυση χωρίς κανένα όφελος. Η απολιτίκ τακτική του δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ έδειξε πλήρη αδυναμία –υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη– να καρπωθεί τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ και να μετεξελιχθεί στο αντίπαλο δέος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

«Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, ποιος;» ήταν το ερώτημα εκδήλωσης της… κεντροαριστεράς –υποτίθεται– τον Φεβρουάριο του 2014. Ένα ερώτημα που δεν απασχολεί μόνο τον πολιτικό κόσμο της αντιπολίτευσης αλλά και ορισμένες δυνάμεις που θεωρούν ότι η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελεί εμπόδιο στα συμφέροντά τους.

Το ερώτημα δεν βρήκε απάντηση. Αντιθέτως, στα δύο κόμματα –εξουσίας– αναζητείται αρχηγός μέσα από εσωκομματικές εκλογικές διαδικασίες οι οποίες τουλάχιστον στο ένα –στον ΣΥΡΙΖΑ– έχουν δημιουργήσει συνθήκες πλήρους διάλυσης και απαξίωσης. Στο δε ΠΑΣΟΚ η κατάσταση τείνει να μετατραπεί σε μια εικόνα διαρκούς… στασιμότητας.

Οπότε «Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, ποιος;» είναι το ερώτημα που τίθεται και πάλι, αυτήν τη φορά όχι από τα κόμματα, αλλά από όλους όσοι θέλουν διακαώς να έχουν έναν πρωθυπουργό που να τελεί και υπό ένα είδος ομηρίας. Προς το παρόν αυτός ο… απέναντι αναζητείται.

Από την πλευρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε το μήνυμά του μέσω… ΔΕΘ. «Αν αυτοί είναι ισχυροί και έχουν και μέσα ενημέρωσης τα ενεργοποιούν κατά της κυβέρνησης, αλλά να γνωρίζουν πως κοπιάζουν άδικα γιατί εμείς λογοδοτούμε μόνο στον ελληνικό λαό» δήλωσε ο πρωθυπουργός κατά την ομιλία του το περασμένο Σάββατο. Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε…