Στην εποχή της υπερπληροφόρησης, το να διακρίνει κανείς την αλήθεια από τη σκοπιμότητα γίνεται όλο και πιο δύσκολο — ειδικά όταν η ίδια η πολιτική αντιπολίτευση φαίνεται να επενδύει στην παραπληροφόρηση, όχι απλώς ως εργαλείο κριτικής, αλλά ως στρατηγική επιβίωσης. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Και όσο πιο ευαίσθητο το ζήτημα, τόσο πιο πρόθυμα αξιοποιείται, ακόμη και εις βάρος της εθνικής αξιοπρέπειας.

Ας ξεκινήσουμε από την υπόθεση της λεγόμενης «μικρής Μαρίας» στον Έβρο. Η ιστορία της συγκλόνισε το πανελλήνιο, μόνο για να αποδειχθεί τελικά κατασκευασμένη. Το κορίτσι, σύμφωνα με τους ίδιους τους διεθνείς οργανισμούς και τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, δεν υπήρξε ποτέ. Κι όμως, η αφήγηση υιοθετήθηκε βιαστικά από την αντιπολίτευση για να παρουσιαστεί η Ελλάδα ως χώρα που αδιαφορεί για ανθρώπινες ζωές.

Ανάλογα πρόχειρη στάση υιοθετήθηκε και με την πολυσυζητημένη 108η θέση της Ελλάδας στην ελευθερία του Τύπου, σύμφωνα με έκθεση της ΜΚΟ «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα». Παρότι η ίδια η μεθοδολογία της έκθεσης έχει δεχτεί διεθνή κριτική για ασάφειες και υποκειμενικότητα, ο αριθμός αυτός χρησιμοποιήθηκε από την αντιπολίτευση σχεδόν σαν επίσημο κυβερνητικό «πιστοποιητικό καταστολής».

Στο ίδιο πλαίσιο είδαμε να προωθούνται θεωρίες περί οργανωμένων εμπρησμών στον Έβρο από μετανάστες, όπως και φήμες περί «ξεπουλήματος» εθνικής κυριαρχίας μέσω των δασικών χαρτών. Πίσω από όλα, η ίδια ανάγκη: να πλήξουν την κυβέρνηση, χωρίς να σταθούν ούτε λεπτό στις εθνικές συνέπειες τέτοιων ανυπόστατων αφηγήσεων.

Το μεταναστευτικό είναι άλλος ένας εύκολος στόχος. Οι κατηγορίες περί pushbacks από το Λιμενικό, βασισμένες κυρίως σε ανεξακρίβωτες μαρτυρίες και αμφιλεγόμενες ΜΚΟ, αποτέλεσαν όχημα δυσφήμησης της Ελλάδας διεθνώς. Ελάχιστοι στάθηκαν να εξετάσουν τα στοιχεία — οι περισσότεροι απλώς υιοθέτησαν και αναπαρήγαγαν.

Η τραγωδία των Τεμπών δεν ξέφυγε από τη λογική αυτή. Ο Σ. Φάμελλος κατέθεσε ερώτηση στη Βουλή για τον θάνατο του Καλογήρου στη Λάρισα, αφήνοντας υπονοούμενα για δολοφονία σχετιζόμενη με τη συγκάλυψη του δυστυχήματος — χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Την ίδια στιγμή, φήμες για λαθρέμπορο που «προστατεύεται» από την κυβέρνηση διαδόθηκαν αστραπιαία, χωρίς την παραμικρή τεκμηρίωση.

Ως επιστέγασμα, ήρθε πρόσφατα και η υπόθεση της δήθεν απομάκρυνσης της ελληνικής μοναστικής αδελφότητας από τη Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. Παρά το γεγονός ότι οι αιγυπτιακές αρχές το διέψευσαν κατηγορηματικά, η είδηση πρόλαβε να παίξει στα μέσα, να φορτίσει συναισθηματικά το κοινό και να εργαλειοποιηθεί πολιτικά.

Η επανάληψη δεν είναι τυχαία. Ούτε οι συμπτώσεις. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια συστηματική τακτική: να μετατραπεί το ψέμα ή η διαστρέβλωση σε εργαλείο αντιπολίτευσης. Μια τακτική που δεν πλήττει μόνο την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά διαβρώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών και, το κυριότερο, τραυματίζει την εικόνα και την υπόσταση της χώρας στο εξωτερικό.

Κριτική χρειάζεται. Αλλά για να είναι χρήσιμη στη Δημοκρατία, οφείλει να στηρίζεται στην αλήθεια. Το ψέμα, όσο πολιτικά βολικό κι αν φαίνεται, οδηγεί πάντα στην απαξίωση. Όχι μόνο των πολιτικών που το προωθούν, αλλά και της ίδιας της χώρας που το υφίσταται.