Την ίδια στιγμή που στο εξωτερικό η ΕΕ δεν αντιλαμβάνεται τον ρόλο της και έχει ντυθεί με τον μανδύα του ΟΗΕ, στο εσωτερικό λειτουργεί με πυγμή ως προς την κατεύθυνση που θέλει να πάρει. Η πρόταση για επιβολή ενιαίου φόρου στον καπνό είναι ένα παράδειγμα. Η πρόταση αυτή δεν εγείρει σοβαρά ζητήματα μόνο φορολογικής φύσεως. Πρόκειται για μια κίνηση με σημαντικές επιπτώσεις σε μια σειρά από τομείς. Κατ’ αρχάς, αποτελεί ευθεία παρέμβαση στα εσωτερικά των κρατών-μελών. Κάθε χώρα της ΕΕ διαθέτει τη δική της πολιτισμική και κοινωνική ταυτότητα, που συχνά περιλαμβάνει διαφορετικές προσεγγίσεις σε μια σειρά θεμάτων. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το κάπνισμα συνδέεται με κοινωνικές συνήθειες, όπως η κατανάλωση καφέ. Ένας κεντρικός φόρος αγνοεί αυτές τις ιδιαιτερότητες και επιβάλλει μια ομοιόμορφη πολιτική που υπονομεύει την εθνική κυριαρχία. Η ΕΕ, αντί να σέβεται την αυτονομία των κρατών σε θέματα δημόσιας υγείας και φορολογίας, φαίνεται να προωθεί μια υπερ-ενοποιητική ατζέντα που παραβλέπει τοπικές ανάγκες και προτεραιότητες.
Δεύτερον, τροφοδοτεί τη μαύρη αγορά. Ιστορικά, υψηλοί φόροι σε προϊόντα όπως ο καπνός και το αλκοόλ οδηγούν σε λαθρεμπόριο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 10%-12% των τσιγάρων που καταναλώνονται στην ΕΕ προέρχονται ήδη από παράνομες πηγές. Ένας υψηλότερος φόρος θα εκτοξεύσει τις τιμές, ωθώντας περισσότερους καταναλωτές προς τη μαύρη αγορά, όπου τα προϊόντα δεν υπόκεινται σε ελέγχους ποιότητας ή κανονισμούς.
Τέλος, και ίσως το σημαντικότερο, ο φόρος στον καπνό μπορεί να αποτελέσει προηγούμενο για ευρύτερες παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής. Σήμερα είναι ο καπνός, αύριο μπορεί να είναι το κρέας, το αλκοόλ ή ο καφές. Η ΕΕ, υπό το πρόσχημα της δημόσιας υγείας, κινδυνεύει να δημιουργήσει ένα πλαίσιο όπου η προσωπική ελευθερία περιορίζεται μέσω φορολογικών μέτρων. Τέτοιες πολιτικές μπορούν να οδηγήσουν σε έναν ολισθηρό δρόμο προς την επιβολή συγκεκριμένων προτύπων διαβίωσης, υπονομεύοντας την ατομική επιλογή.
Ο φόρος στον καπνό λοιπόν δεν είναι απλώς ένα οικονομικό μέτρο, αλλά μια κίνηση με βαθιές πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. Η ΕΕ οφείλει να επανεξετάσει αυτή την προσέγγιση, σεβόμενη την αυτονομία των κρατών και προστατεύοντας την ελευθερία των πολιτών της.