O τίτλος του βιβλίου του Simon Sinek «Oι ηγέτες τρώνε τελευταίοι»  προέκυψε όταν ο συγγραφέας ρώτησε έναν στρατηγό των πεζοναυτών των ΗΠΑ: «Τί κάνει τόσο καλούς τους πεζοναύτες», με τον στρατηγό να του απαντά: «Οι ηγέτες τρώνε τελευταίοι».

Όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Ο Σίνεκ το είδε και μόνος του. Οι κατώτεροι στην ιεραρχία πεζοναύτες έτρωγαν πρώτοι, ενώ οι ανώτεροι έπαιρναν θέση στο τέλος της ουράς. Αυτό που στην τραπεζαρία είναι συμβολικό, στο πεδίο της μάχης είναι θέμα ζωής και θανάτου. Οι μεγάλοι ηγέτες είναι έτοιμοι να θυσιάσουν το [προσωπικό] συμφέρον τους για το καλό εκείνων που έχουν στην ευθύνη τους.»

Με βάση αυτό το μοτίβο ο Σίνεκ επιχειρεί να εξηγήσει την παρατήρησή του «ότι σε κάποιες ομάδες η εμπιστοσύνη είναι τόσο βαθιά ώστε τα μέλη κυριολεκτικά θα ρίσκαραν τη ζωή τους το ένα για το άλλο» [ενώ] «Άλλες ομάδες, όσα κίνητρα κι αν τους προσφερθούν, παραμένουν σε καθεστώς εμφυλίου, κατακερματισμένες και αποτυχημένες.»  

Κάτι που είχε εντυπωσιάσει τον πατέρα μου, όπως φανέρωναν οι διηγήσεις του προς εμέ, κατά την  περίοδο της παραμονής του στην Αεροπορική Βάση του Keesler, στο Biloxi του Μισισίπι των Ηνωμένων Πολιτειών, το 1962, οπότε και η εκεί εκπαίδευσή του συνέπεσε με την κρίση των πυραύλων στη γειτονική Κούβα του Κάστρο, ήταν το ότι έβλεπε να περιμένουν στην ουρά, στην τραπεζαρία, την ώρα του φαγητού, ακόμη και συνταγματάρχες, με τον δίσκο ανά χείρας, προκειμένου να σερβιριστούν πρώτα οι προηγηθέντες υπαξιωματικοί.

Βέβαια, δεν παρέλειπε να μου αναδεικνύει και την άλλη όψη της εντυπωσιακά διαφορετικής, σε σχέση με τα -τότε- ελληνικά ειωθότα, αμερικανικής στρατιωτικής ζωής και -εξ αντανακλάσεως- και (της) ευρύτερης κοινωνικής πραγματολογίας, διηγούμενος το ακόλουθο σύντομο περιστατικό: «Ένα βράδυ περπατούσαμε στην παραλία με τον Άγγελο, συμμαθητή μου από τη Σχολή. Βλέπουμε έναν Αμερικανό υπαξιωματικό της Αεροπορίας να έρχεται προς το μέρος μας ματωμένος και γρονθοκοπημένος στο πρόσωπο. Σε ερώτησή μας ποιος σε χτύπησε η απάντησή του ήταν “somebody” (κάποιος) και όταν τον ρωτήσαμε “γιατι;”, απάντησε “he didn’ t like my face” (δεν του άρεσε η φάτσα μου)… 

img-0034.jpeg

ΥΓ: Στη φωτογραφία ο πατέρας μου, Χρυσόστος Λιάπης, υποσμηναγός -τότε- (Τ/Η), στην Αεροπορική Βάση της Λάρισας, την Πρωτοχρονιά του 1979, ανάμεσα σε συναδέλφους του από το ΑΤΑ ή την 110 ΠΜ.

Η τεχνητή νοημοσύνη πάλι έκανε την τεχνο-εννοιολογική, ψηφιακή μετωνυμία της, εμφανίζοντας, στο δεξί άκρο της φωτογραφίας, εκεί που στην πραγματικότητα υπήρχε ένα ανθοδοχείο και το -μόλις διακρινόμενο- πρόσωπο ενός αεροπόρου, ένα περίεργο, αλλοσούσουμο ζωόμορφο ον, με τις γούνινες προεξοχές του να αποτυπώνουν την ψηφιακή επεξεργασία των αγκαθερών βλαστών της ανθοδέσμης που κοσμούσε εκείνη την Πρωτοχρονιά των αεροπόρων που τρώνε τη γλυκιά βασιλόπιτα και τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, ενώ τελευταίο, περιμένει να σερβιριστεί αυτό το περίεργο απείκασμα της Α.Ι., λες και πρόκειται για μία τεχνολογική αλληγορία της "ψυχής του ηγέτη" που κατά τον Sinek "τρώει τελευταίος".

Αυτό το απεικονιστικό αλλομερές του ηγέτη που με εξωστομένη την οδοντοστοιχία της κάτω γνάθου του τιθασεύει τη λαιμαργία του, προς όφελος του κοινού καλό, περιμένοντας, δίπλα στον πατέρα μου, να φάει τελευταίος, μετά τους άντρες του…