Όταν η πραγματικότητα δεν βολεύει το αφήγημα, απλώς την αγνοούμε. Αυτό φαίνεται να επιλέγουν ορισμένοι δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης στην υπόθεση των αγωγών του Γρηγόρη Δημητριάδη κατά της «Εφημερίδας των Συντακτών», των Reporters United και λοιπών δημοσιογράφων (μεταξύ των οποίων ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος, ο Νικόλαος Λεοντόπουλος και ο Θανάσης Κουκάκης).

Δύο δικαστικές αποφάσεις –η 2833/2024 και η 868/2025 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών– ξεκαθαρίζουν ομόφωνα και χωρίς περιθώριο παρερμηνειών ότι οι αγωγές δεν συνιστούν SLAPP (στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της δημόσιας συμμετοχής).

Κι όμως, από άρθρα και δηλώσεις στα social media μέχρι «εμπεριστατωμένες αναλύσεις», ο χαρακτηρισμός αυτός εξακολουθεί να επανέρχεται, παραβιάζοντας κατάφωρα την αρχή της αντικειμενικότητας και την υποχρέωση ακριβούς πληροφόρησης.

Στην απόφαση 2833/2024, το δικαστήριο αναφέρει:

«Η με αρ. 2022/0177 Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου… αποτελεί πρόταση Οδηγίας και όχι μέρος του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πολλώ δε μάλλον δεν έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη. Επιπλέον... είναι συγκεκριμένες οι προϋποθέσεις που χαρακτηρίζουν ως καταχρηστική μία αγωγή, αυτές δε ούτε αναφέρονται ρητά στους ισχυρισμούς των εναγομένων ούτε τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, ακόμα και αν είναι αληθή, συγκροτούν τη νομική έννοια της καταχρηστικότητας της ασκούμενης ως άνω αξίωσης και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος».

Στην απόφαση 868/2025, διαβάζουμε επίσης ως προς την άσκηση της αγωγής:

«…ο εν λόγω ισχυρισμός, με τον οποίο οι εναγόμενοι αποπειρώνται να θεμελιώσουν ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται, δεν αρκούν για να καταστήσουν την άσκηση δικαιώματος του ενάγοντος περί παράλειψης προσβολής της προσωπικότητάς του και διεκδίκησης χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης καταχρηστική… ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος και ως νόμω αβάσιμος, καθώς τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν περιάγουν την άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος σε προφανή υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος και δεν την καθιστούν έτσι αντίθετη στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ».

Παρά τις σαφείς διατυπώσεις της Δικαιοσύνης, κάποιοι συνεχίζουν να «σερβίρουν» τον όρο «SLAPP» όχι ως νομικό χαρακτηρισμό αλλά ως πολιτικό εργαλείο. Με αυτόν τον τρόπο, κατασκευάζουν μια εικόνα δίωξης της ελευθερίας του Τύπου, εκεί όπου τα ίδια τα δικαστήρια βλέπουν νόμιμη και θεμιτή την προσφυγή στη Δικαιοσύνη.

Αυτή η τακτική είναι επικίνδυνη, καθώς θολώνει τα όρια μεταξύ ελευθερίας της έκφρασης και ασυδοσίας λόγου, μεταξύ κριτικής και συκοφαντίας. Κυρίως, όμως, πρόκειται για κατάχρηση της εμπιστοσύνης του κοινού, που βασίζεται στους δημοσιογράφους για να μαθαίνει την αλήθεια – όχι για να διαβάζει τις διαστρεβλώσεις της.

Αυτή η συνεχής επίκληση του όρου «SLAPP» χωρίς νομική τεκμηρίωση δεν είναι μόνο παραβίαση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αλλά και προσπάθεια απαξίωσης του ίδιου του δικαστικού συστήματος. Αντί να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα προστασίας της προσωπικότητας και της υπόληψης του καθενός, κάποιοι δημοσιογράφοι επιλέγουν να παραπληροφορούν το κοινό, αποδομώντας τις αποφάσεις των δικαστηρίων και υποστηρίζοντας τη δική τους πολιτική ατζέντα.

Ο όρος «SLAPP» δεν είναι απλώς ένας νομικός όρος. Έχει καταστεί εργαλείο πολιτικής και κοινωνικής χειραγώγησης. Η ανεξέλεγκτη χρήση του υπονοεί ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι σε θέση να προστατεύσει τα άτομα από κακόβουλες επιθέσεις, ακόμα και όταν οι προσφυγές τους είναι απολύτως νόμιμες και δικαιολογημένες. Αυτό ακριβώς επιδιώκουν οι υπέρμαχοι του χαρακτηρισμού SLAPP: να καταστήσουν την άσκηση νομικών δικαιωμάτων ένα αμφισβητούμενο και απαξιωμένο εργαλείο. Αλλά αυτή η νοοτροπία διαστρεβλώνει τη σημασία της Δικαιοσύνης και αποδυναμώνει την προστασία της ατομικής αξιοπρέπειας.

Η δικαίωση του Γρηγόρη Δημητριάδη δεν είναι «νίκη σε ένα νομικό παιχνίδι». Είναι μια καθαρή απάντηση στην ερώτηση: έχει κάθε πολίτης, δημόσιο πρόσωπο ή μη, το δικαίωμα να προστατεύει την υπόληψή του όταν αυτή βάλλεται; Η απάντηση των δικαστηρίων είναι «ναι». Η απάντηση των δημοσιογράφων; Μάλλον εξαρτάται από το ποιος είναι ο ενάγων.

Η συνεχιζόμενη χρήση του όρου «SLAPP» χωρίς καμία νομική τεκμηρίωση οδηγεί σε επικίνδυνες παρερμηνείες, διαστρέβλωση της αλήθειας και υπονόμευση των θεσμών. Τα μέσα ενημέρωσης που επιμένουν σε αυτή την τακτική παραβιάζουν τη βασική αρχή της αντικειμενικότητας και υπονομεύουν την αλήθεια που οφείλουν να υπηρετούν. Η προστασία της προσωπικότητας είναι θεμελιώδες δικαίωμα, και η συνεχιζόμενη παραποίηση του ζητήματος από μερικά μέσα ενημέρωσης δεν προσφέρει τίποτα άλλο παρά σύγχυση και απογοήτευση στους πολίτες.

Η Δικαιοσύνη, λοιπόν, μίλησε ξεκάθαρα. Κάποιοι, όμως, επιλέγουν να την αγνοήσουν και να προωθήσουν την ατζέντα τους εις βάρος του δημόσιου διαλόγου και της αλήθειας. Όταν η δημοσιογραφία απομακρύνεται από την αντικειμενικότητα και γίνεται εργαλείο προπαγάνδας, το μόνο που καταφέρνει είναι να καταστρέφει την εμπιστοσύνη του κοινού στην αλήθεια και τους θεσμούς της Δημοκρατίας.