Χαμηλούς τόνους επέλεξε να κρατήσει η Αθήνα απέναντι στο «πράσινο φως» που έδωσαν χθες Λονδίνο και Βερολίνο για την πώληση 40 μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter Typhoon στην Τουρκία, μια στάση που, σύμφωνα με διπλωματικούς κύκλους, αντανακλά και το περιορισμένο περιθώριο ουσιαστικής παρέμβασης που είχε η ελληνική πλευρά στο συγκεκριμένο εξοπλιστικό ζήτημα.

Η πρώτη επίσημη τοποθέτηση από την ελληνική κυβέρνηση ήρθε διά στόματος του Κυριάκου Μητσοτάκη στη διάρκεια της συνέντευξής του στον ΣΚΑΪ.

«Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα με ισχυρή αμυντική βιομηχανία. Και αν πιστεύει κάποιος ότι μπορεί να μπλοκάρει οποιαδήποτε πώληση αμυντικού εξοπλισμού προς την Τουρκία, είναι βαθιά νυχτωμένος. Δεν έγινε ποτέ», σημείωσε ο πρωθυπουργός.

«Αυτό που μπορεί να γίνει, όμως», συνέχισε ο ίδιος, «είναι να ευαισθητοποιήσουμε τους Ευρωπαίους συμμάχους μας ότι θα υπάρχουν αιρεσιμότητες και όροι στον τρόπο με τον οποίο τα αεροσκάφη αυτά θα παραδοθούν και ενδεχομένως θα χρησιμοποιηθούν και θα υποστηριχθούν στο μέλλον. Και αυτό πιστεύω ότι θα το πετύχουμε».

Η ψύχραιμη στάση της Αθήνας ενδέχεται να σχετίζεται και με την πληροφορία που μετέδωσε το «Spiegel» περί σχετικής ενημέρωσης της γερμανικής κυβέρνησης προς την ελληνική για την έγκριση από πλευράς της. Η πώληση των μαχητικών στην Άγκυρα, που «κολλούσε» στην άρνηση της Γερμανίας, έμοιαζε αναμενόμενη μετά την αλλαγή κυβέρνησης στη χώρα, ενώ η Βρετανία φέρεται να πίεζε από καιρό όλα τα μέρη –προεξάρχοντος του Βερολίνου– που συμμετέχουν στην κοινοπραξία (consortium) παραγωγής των μαχητικών να προχωρήσουν σε συμφωνία με την Άγκυρα.

Το Eurofighter Typhoon κατασκευάζεται από την κοινοπραξία Eurofighter Jagdflugzeug GmbH, η οποία αποτελείται από τρεις βασικές αμυντικές εταιρείες: τη βρετανική BAE Systems, την Airbus Defence and Space (που εκπροσωπεί τη Γερμανία και την Ισπανία στην κοινοπραξία) και την ιταλική Leonardo S.p.A.

Εφόσον το γερμανικό Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε προκαταρκτικά το αίτημα για την πώληση των 40 μαχητικών αεροσκαφών, το οποίο είχε υποβάλει η Άγκυρα από τον Μάρτιο του 2023, οι αγκαλιές και οι πληθωρικές δηλώσεις των υπουργών Άμυνας Τουρκίας και Βρετανίας στη 17η Διεθνή Έκθεση Αμυντικής Βιομηχανίας (IDEF) ήταν απλώς το κερασάκι στην τούρτα.

Ειδικότερα, οι υπουργοί Άμυνας Τουρκίας και Βρετανίας, Γιασάρ Γκιουλέρ και Τζον Χίλι αντιστοίχως, υπέγραψαν χθες στην Κωνσταντινούπολη τη συμφωνία εξαγωγής μαχητικών, η οποία, κατά το Λονδίνο, «θα μπορούσε να εξασφαλίσει χιλιάδες εξειδικευμένες θέσεις εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο» και ταυτόχρονα «ενισχύει τη συλλογική αποτροπή του ΝΑΤΟ».

Η Βρετανία διαφήμισε τη συμφωνία για τα Eurofighter με την Τουρκία ως μια μεγάλη διπλωματική και αμυντική επιτυχία, η οποία παράλληλα της προσφέρει 20.000 θέσεις εργασίας και πολλά δισεκατομμύρια λίρες. Η συμφωνία συνεργασίας Typhoon θα προβλέπει την κατασκευή περισσότερου από το ένα τρίτο (37%) κάθε αεροσκάφους στο Ηνωμένο Βασίλειο.

«Χαιρετίζω αυτό το θετικό βήμα προς τη συμμετοχή της χώρας μας στην κοινότητα του Eurofighter Typhoon και θα ήθελα να επαναλάβω την κοινή μας αποφασιστικότητα να οριστικοποιήσουμε τις απαραίτητες ρυθμίσεις το συντομότερο δυνατό», σημείωσε από την πλευρά του ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Γιασάρ Γκιουλέρ, ο οποίος εξήρε τη στρατηγική –όπως τη χαρακτήρισε– συνεργασία των δύο χωρών στους τομείς της Άμυνας και της Ασφάλειας.

Σημειώνεται ότι, στο περιθώριο της ίδιας έκθεσης, ο κ. Γκιουλέρ συναντήθηκε και με τον ομόλογό του της Αλβανίας, Πίρο Βένγκου, με τον οποίο υπέγραψαν το Πρωτόκολλο Εφαρμογής της Χρηματικής Βοήθειας.

Σε ερώτηση που υπέβαλε το «Μανιφέστο» στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας για το αν εκπροσωπήθηκε η Ελλάδα στην εν λόγω έκθεση σε πολιτικό ή στρατιωτικό επίπεδο, δεν υπήρξε απάντηση έως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές (αργά το βράδυ της Δευτέρας).

Οπωσδήποτε, η Αθήνα –μετά και τη μάχη που έδωσε στις ενδοευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις για τον κανονισμό SAFE και δη για τη συμμετοχή τρίτων κρατών σε αυτόν– αντιλαμβάνεται για ακόμη μία φορά πώς αντιμετωπίζουν οι εταίροι της στην ΕΕ και οι (κατ’ όνομα) σύμμαχοί της στο ΝΑΤΟ τη σημασία και τον ρόλο της Τουρκίας στην ευρωατλαντική αρχιτεκτονική ασφαλείας.

Με πολιτικές που δεν σχετίζονται και ούτε ερείδονται απαραιτήτως στο διεθνές δίκαιο ή στην ηθικοπλαστική ρητορική που συχνά επικαλείται, η ελληνική πλευρά οφείλει να καταλάβει ότι στη νέα διεθνή τάξη πραγμάτων η κυνικότητα, η συναλλακτικότητα ή αυτά που αποκαλούνται «στρατηγικά εθνικά συμφέροντα» αποτελούν –ή παραμένουν– προτεραιότητες στη διαδικασία λήψης αποφάσεων των κρατών.