Είπε λοιπόν ο Νάιτζελ Φάρατζ –επικεφαλής του Reform UK και παλιός γνώριμος των βρετανικών εθνικιστικών εξάρσεων– ότι «αν τα Γλυπτά του Παρθενώνα είχαν μείνει στην Ελλάδα, σήμερα δεν θα υπήρχαν».
Ούτε λίγο-ούτε πολύ, ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με το Brexit, δήλωσε ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε ακατάλληλοι για να φυλάξουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά. Πιθανόν, αν του δώσουμε λίγο χρόνο, να υποστηρίξει ότι και η Ακρόπολη σώθηκε επειδή δεν την πήραν μαζί τους.
Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα: η Ελλάδα υπάρχει. Και μάλιστα, ακόμα στέκει όρθια – παρά τα μνημόνια, τις κρίσεις, τις καταστροφές. Και δεν έχει ανάγκη από Βρετανούς κηδεμόνες.
Ο Παρθενώνας χτίστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ., υπό την ηγεσία του Περικλή και την καλλιτεχνική διεύθυνση του Φειδία. Έζησε σεισμούς, πολέμους, καταλήψεις, Οθωμανούς, ακόμα και... πυριτιδαποθήκες. Κι όμως, στάθηκε. Αυτό που δεν άντεξε ήταν ο λόρδος Έλγιν και τα σκαρφαλώματά του με καλέμια και αδιάκριτα βλέμματα.
Σήμερα, τα Γλυπτά δεν ανήκουν στην «ιδιοκτησία» κανενός κράτους. Ανήκουν στον πολιτισμό. Και ο φυσικός τους χώρος είναι στην Ελλάδα. Κάτω από τον αττικό ουρανό, στο Μουσείο της Ακρόπολης – που δεν είναι ούτε στάβλος, ούτε αποθήκη, αλλά πρότυπο διεθνούς μουσειολογίας.
Όπως έχει επανειλημμένα δηλώσει η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη: «Η Ελλάδα δεν διεκδικεί απλώς, απαιτεί την επιστροφή των Γλυπτών» (ΕΡΤ, 22/9/2021, σχετική δήλωση μετά τη Σύνοδο της UNESCO).
Το ότι κάποιοι στη Βρετανία συνεχίζουν να φέρονται σαν αποικιοκράτες, είναι αναμενόμενο. Το ότι εμείς απαντάμε με επιχειρήματα, διπλωματία και αποφασιστικότητα, είναι αυτό που κάνει τη διαφορά. Και η διαφορά αυτή είναι καθαρά ελληνική.
Και κάτι τελευταίο, κύριε Φάρατζ: Όχι, δεν σας χρωστάμε χάρη που τα κλέψατε. Σας χρωστάμε έναν λογαριασμό που αργά ή γρήγορα θα έρθει η ώρα να πληρώσετε.
«Γιατί η Ιστορία έχει υπομονή αλλά και Μνήμη».
