Οι διεργασίες στον χώρο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς φαίνεται να επιταχύνονται, και στο επίκεντρο των συζητήσεων βρίσκεται πλέον ο επανακάμψας Αλέξης Τσίπρας, με τις πληροφορίες να τον θέλουν να κάνει σκέψεις για την ίδρυση πολιτικού συνασπισμού που θα θυμίζει την ιταλική Ελιά του Ρομάνο Πρόντι.

Στόχος του πρώην πρωθυπουργού είναι το σχήμα ευρύτερης σύμπραξης να γεφυρώσει την Αριστερά, τη σοσιαλδημοκρατία και διάσπαρτα κομμάτια της λεγόμενης προοδευτικής παράταξης. Ωστόσο, το ερώτημα είναι όχι μόνο πώς θα διαμορφωθεί αυτό το νέο σχήμα, αλλά και ποια πολιτική δυναμική μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία του.

Η αναζήτηση ενός νέου πολιτικού οχήματος στην Κεντροαριστερά δεν είναι σημερινή. Ήδη από τις εκλογές του 2023, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη διπλή ήττα και εισήλθε σε μια μακρά περίοδο εσωστρέφειας και ο Α. Τσίπρας αποχώρησε από την ηγεσία του, είναι συνεχείς οι αναφορές για πολιτικό κενό το οποίο ουσιαστικά δεν καλύφθηκε ποτέ.

Τώρα, μετά τις εξελίξεις στο κόμμα και τη διαρκή πτώση του στις δημοσκοπήσεις, η κουβέντα γύρω από ένα νέο κεντροαριστερό εγχείρημα έχει φουντώσει για τα καλά.

Το μοντέλο της ιταλικής Ελιάς δεν είναι τυχαία επιλογή, αφού τη δεκαετία του ’90, αποτέλεσε την ευρύτερη προοδευτική συμμαχία που οδήγησε στη συγκρότηση ενός κυβερνητικού πόλου ικανού να αντιμετωπίσει την κυριαρχία της Δεξιάς του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ήταν ένα σχήμα που περιελάμβανε σοσιαλδημοκράτες, αριστερούς, «πράσινους», κεντροαριστερούς, φιλελεύθερους, διανοούμενους και μικρότερα σχήματα της προοδευτικής παράταξης. Δεν επρόκειτο για απλό άθροισμα κομμάτων, αλλά για οργανωμένη πολιτική συνένωση με συγκεκριμένη στρατηγική: διεύρυνση, συνεννόηση, συλλογική ηγεσία και σταθερό πρόγραμμα διακυβέρνησης.

Κάτι αντίστοιχο φαίνεται να θέλει να δημιουργήσει ο Α. Τσίπρας, ιδρύοντας μια «πολιτική ομπρέλα» που θα φιλοξενεί κινήσεις, προσωπικότητες και ομάδες με διαφορετική ιδεολογική αφετηρία, αλλά κοινό στόχο: την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς και την επιστροφή της στο πολιτικό προσκήνιο με πειστικό κυβερνητικό πρόταγμα. Μάλιστα, θα επιχειρήσει να απευθυνθεί όχι μόνο στους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της Αριστεράς, αλλά και ευρύτερα: στους κεντροαριστερούς, τους δημοκρατικούς κεντρώους, τους νέους που νιώθουν πολιτικά «άστεγοι», τους κοινωνικά φιλελεύθερους και τους πολίτες που αναζητούν μια σύγχρονη προοδευτική πρόταση.

Το μεγάλο στοίχημα, ωστόσο, είναι αυτός ο νέος φορέας να πείσει ότι δεν αποτελεί ευκαιριακή λύση ή ένα προσωποπαγές κόμμα, αλλά όπως και η Ελιά της Ιταλίας θα αποτελέσει μια πραγματική πολιτική σύμπραξη με κοινό πρόγραμμα, συλλογικότητα και σταδιακή οργανική ενοποίηση. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν θα δημιουργηθεί ως αντι-ΣΥΡΙΖΑ ή αντι-ΠΑΣΟΚ κόμμα, αλλά ως θετική, ρεαλιστική και βιώσιμη πρόταση εξουσίας.

Σε κάθε περίπτωση, ο ήδη πολιτικά φθαρμένος Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να προσπαθήσει πολύ να πείσει ότι το εγχείρημα δεν αποτελεί επιστροφή στο χθες, αλλά είναι μια νέα πρόταση που ενσωματώνει και απαντήσεις στα προβλήματα της εποχής αλλά και κάποιες δόσεις αυτοκριτικής, που δεν υπήρχαν στην «Ιθάκη».

Πάντως, το επόμενο διάστημα αναμένεται κρίσιμο. Οι επαφές, οι συμμαχίες, η απήχηση στη βάση, αλλά και οι αντιδράσεις εντός ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ θα καθορίσουν εάν το σχέδιο αυτό θα προχωρήσει και με ποια μορφή. Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση έχει πλέον ανοίξει. Και σε μια εποχή όπου το πολιτικό σύστημα αναζητά νέες ισορροπίες, μια Ελιά ελληνικού τύπου ίσως να αποτελέσει μια κάποια λύση για την Κεντροαριστερά. Το κατά πόσο θα ευδοκιμήσει, θα φανεί στην πράξη...

Ανεξίτηλη «ρετσινιά»

Το δημοψήφισμα του 2015 αποτελεί μία από τις πιο δραματικές και αμφιλεγόμενες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Για πολλούς πολίτες, το συντριπτικό «Όχι» δεν ήταν απλώς μια τεχνική απόρριψη της πρότασης των δανειστών, αλλά κραυγή αξιοπρέπειας και αντίστασης απέναντι στη λιτότητα. Λίγες ημέρες αργότερα, όμως, η απόφαση της τότε κυβέρνησης Τσίπρα να μετατρέψει αυτό το «Όχι» σε «Ναι» αποτέλεσε για πολλούς βαθιά διάψευση προσδοκιών, ένα πολιτικό σοκ που τους σημάδεψε ανεξίτηλα.

Σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές και πολιτικούς αντιπάλους του τότε πρωθυπουργού, εκείνη η στροφή δεν ήταν μόνο μια τακτική υποχώρηση μπροστά στον κίνδυνο της οικονομικής ασφυξίας· ήταν μια πλήρης συνθηκολόγηση, μια επιλογή που, όπως υποστηρίζεται, μετέτρεψε τον Α. Τσίπρα σε «αγαπημένο παιδί» των Θεσμών και της τρόικας.

Αυτή η αφήγηση παραμένει ζωντανή στον δημόσιο διάλογο και επιστρέφει κάθε φορά που ο πρώην πρωθυπουργός διεκδικεί νέο ρόλο στο πολιτικό σκηνικό, όπως τώρα με τα όσα περιέγραψε στην «Ιθάκη». Ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί να επανέλθει σε πρωταγωνιστικό ρόλο, προβάλλοντας την εμπειρία του, την ικανότητα διαχείρισης κρίσεων και τη διεθνή αναγνωρισιμότητά του.

Παράλληλα, όμως, οφείλει να αντιμετωπίσει το βάρος της ιστορικής μεταστροφής, που για μεγάλο μέρος της κοινωνίας, παραμένει πληγή ανοιχτή, ενώ για άλλους είναι ένα πολιτικό πρόσωπο που κινείται ανάλογα με το συμφέρον και τις επιδιώξεις του.

Καθώς επανατοποθετείται στο πολιτικό σκηνικό, το ζήτημα δεν είναι μόνο αν μπορεί να πείσει εκ νέου τους πολίτες· είναι αν μπορεί να ξεπεράσει το ίδιο του το παρελθόν. Το 2015 δεν είναι απλώς μια χρονολογία, είναι χρονιά-σύμβολο. Αν ο Α. Τσίπρας επιθυμεί πράγματι την επιστροφή του στην εξουσία, καλείται να απαντήσει πειστικά στα ερωτήματα που άφησε αναπάντητα εκείνη η καταιγιστική περίοδος και να δείξει αν μπορεί να χαράξει μια νέα πορεία, πέρα από τη σκιά του. Με ουσιαστικό τρόπο και όχι όπως στην «Ιθάκη». Μέχρι να το κάνει, θα υπάρχουν πολλοί που θα τον χαρακτηρίζουν «άνθρωπος των δανειστών».